ἐγκαταβαίνω: Difference between revisions

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκαταβαίνω''': [[καταβαίνω]] [[κάτω]] εἰς, ἐντίθεμαι, μετ’ αἰτ., κροκωτὸν [[σπάργανον]] ἐγκατέβα, «εἰς κροκοβαφὲς [[ὕφασμα]] ἐνετέθη σπαργανωθεὶς» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 1. 58· [[μετὰ]] δοτ., Διόδ. 14. 28.
|lstext='''ἐγκαταβαίνω''': [[καταβαίνω]] [[κάτω]] εἰς, ἐντίθεμαι, μετ’ αἰτ., κροκωτὸν [[σπάργανον]] ἐγκατέβα, «εἰς κροκοβαφὲς [[ὕφασμα]] ἐνετέθη σπαργανωθεὶς» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 1. 58· μετὰ δοτ., Διόδ. 14. 28.
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 13:02, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαταβαίνω Medium diacritics: ἐγκαταβαίνω Low diacritics: εγκαταβαίνω Capitals: ΕΓΚΑΤΑΒΑΙΝΩ
Transliteration A: enkatabaínō Transliteration B: enkatabainō Transliteration C: egkatavaino Beta Code: e)gkatabai/nw

English (LSJ)

A go down into, put oneself in, c. acc., κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα Pi.N.1.38: c. dat., dub. l. in D.S.14.28; εἰς . . Gal. UP2.15: abs., Id.8.686.

German (Pape)

[Seite 705] (s. βαίνω), in Etwas hinabsteigen, sich hineinlegen; σπάργανον ἐγκατέβα Pind. N. 1, 38; τινί D. Sic. 14, 28.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαταβαίνω: καταβαίνω κάτω εἰς, ἐντίθεμαι, μετ’ αἰτ., κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα, «εἰς κροκοβαφὲς ὕφασμα ἐνετέθη σπαργανωθεὶς» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 1. 58· μετὰ δοτ., Διόδ. 14. 28.

English (Slater)

ἐγκᾰτᾰβαίνω
   1 come down into i. e. be laid in κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα sc. the infant Herakles (N. 1.38)

Spanish (DGE)

• Morfología: [beoc. perf. part. sg. nom. ἐνκαταβεβάων SEG 44.414.5 (Lebadea IV a.C.)]
1 adentrarse c. ac. κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα se acostó en sus pañales color azafrán Pi.N.1.38, c. εἰς y ac. Gal.3.143
del tacto presionar en una superficie blanda οἷον ἐγκαταβαινούσῃ (ἁφῇ) πως ὑπείκοντα Gal.8.686.
2 bajar, descender al antro de Trofonio SEG l.c.

Greek Monolingual

ἐγκαταβαίνω (Α)
κατεβαίνω, μπαίνω μέσα σε κάτι.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκαταβαίνω: спускаться, входить (σπάργανον Pind.; κατὰ κλιμάκων ταῖς οἰκίαις Diod.).