ἱεράομαι: Difference between revisions
Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible
mNo edit summary |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱεράομαι''': Ἰων. [[ἱράομαι]]: μέλλ. -άσομαι ᾱ, Παθ., εἶμαι ἱερεὺς ἢ [[ἱέρεια]], θεοῦ Ἡρόδ. 2. 35, 37· θεῷ Παυσ. 6. 11, 2· ἀπολ., Θουκ. 2. 2· | |lstext='''ἱεράομαι''': Ἰων. [[ἱράομαι]]: μέλλ. -άσομαι ᾱ, Παθ., εἶμαι ἱερεὺς ἢ [[ἱέρεια]], θεοῦ Ἡρόδ. 2. 35, 37· θεῷ Παυσ. 6. 11, 2· ἀπολ., Θουκ. 2. 2· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἱερωσύνην ἱεράσασθαι Αἰσχίν. 3. 33· ἱρασάμενος τῇ πατρίδι κτλ., συχνὸν ἐν Ἐπιγραφ., ἴδε Ruhnk. εἰς Τίμ. ― ἱερεώσατο (= ἱεράσατο), Ἐπιγρ. Πειραιῶς CIA. ΙΙ. 613. ― ἱερεωμένης, ἱερείας οὔσης, Ἐπιγρ. Πειραιῶς ἐν Ἀθηναίου τόμ. Η΄, σ. 237. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 13:15, 20 April 2021
English (LSJ)
Ion. ἱρ-, fut. ἱεράσομαι [ᾱ] J.AJ4.2.3; Ion.
A ἱερήσομαι SIG 1003 (Priene, ii B.C.): aor. ἱερησάμην ib.708.34 (Istropolis, ii B.C.); pf. part. ἱερημένος ib.5:—Pass., aor. 1 part. ἱεραθεῖσα Philol.71.41 (Delph.):—to be a priest or be a priestess, θεοῦ Hdt.2.35, cf. SIG1037.4 (Milet., iv/iii B.C.),al.; θεᾶς D.H.2.19; θεῷ Paus.6.11.2, cf. Philol. l.c.: abs., Th.2.2, Ph.2.157, al.; c. acc. cogn., ἱερωσύνην ἱεράσασθαι Aeschin.1.19 (v.l. ἱερώσασθαι): freq. in Inscrr., ἱερασάμενος τῇ πατρίδι CIG4069 (Ancyra), etc.; cf. ἱερόω.
German (Pape)
[Seite 1240] ion. ἱράομαι, dep. med., Priester oder Priesterinn sein; θεοῦ, eines Gottes, Her. 2, 35; absol., Thuc. 2, 2; ἱερωσύνην ἱεράσασθαι Aesch. 1, 19; ἱερᾶσθαι καὶ ἄρχειν D. Hal. 2, 19 u. sonst. – Die VLL. haben auch eine Form ἱεράτω, die sie κατὰ νόμον ὀργιαζέτω καὶ θυέτω erkl.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεράομαι: Ἰων. ἱράομαι: μέλλ. -άσομαι ᾱ, Παθ., εἶμαι ἱερεὺς ἢ ἱέρεια, θεοῦ Ἡρόδ. 2. 35, 37· θεῷ Παυσ. 6. 11, 2· ἀπολ., Θουκ. 2. 2· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἱερωσύνην ἱεράσασθαι Αἰσχίν. 3. 33· ἱρασάμενος τῇ πατρίδι κτλ., συχνὸν ἐν Ἐπιγραφ., ἴδε Ruhnk. εἰς Τίμ. ― ἱερεώσατο (= ἱεράσατο), Ἐπιγρ. Πειραιῶς CIA. ΙΙ. 613. ― ἱερεωμένης, ἱερείας οὔσης, Ἐπιγρ. Πειραιῶς ἐν Ἀθηναίου τόμ. Η΄, σ. 237.
French (Bailly abrégé)
v. ἱεράω.
Greek Monotonic
ἱεράομαι: Ιων. ἱράομαι, μέλ. -άσομαι [ᾱ] (ἱερεύς, ἱέρεια) — Παθ., είμαι ιερέας ή ιέρεια, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἱεράομαι: ион. ἱράομαι быть членом жреческой коллегии, состоять при храме жрецом или жрицей (ἱ. θεοῦ Her., Plut.; πεντήκοντα ἔτη Thuc.): ἱερωσύνην ἱεράσασθαι Aeschin. иметь сан жреца.
Middle Liddell
ἱεράομαι, ἱερεύς, ἵερεια]
Pass. to be a priest or priestess, Hdt., Thuc.