ἐπιγδουπέω: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιγδουπέω''': Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ ἐπιδουπέω, ἐπικροτῶ, ἐπιδοκιμάζω (πρβλ. [[ἐπευφημέω]]), ἐπὶ δ’ [[ἐγδούπησαν]] Ἀθηναίῃ τε καὶ Ἥρη Ἰλ. Λ. 45· ἀπολ., ἠχῶ [[μεγάλως]], κροτῶ, Ἀνθ. Π. 9. 662· [[μετὰ]] συστοίχου αἰτ., καναχὴν ἐπ. Νόνν. Δ. 1. 243.
|lstext='''ἐπιγδουπέω''': Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ ἐπιδουπέω, ἐπικροτῶ, ἐπιδοκιμάζω (πρβλ. [[ἐπευφημέω]]), ἐπὶ δ’ [[ἐγδούπησαν]] Ἀθηναίῃ τε καὶ Ἥρη Ἰλ. Λ. 45· ἀπολ., ἠχῶ [[μεγάλως]], κροτῶ, Ἀνθ. Π. 9. 662· μετὰ συστοίχου αἰτ., καναχὴν ἐπ. Νόνν. Δ. 1. 243.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 13:20, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιγδουπέω Medium diacritics: ἐπιγδουπέω Low diacritics: επιγδουπέω Capitals: ΕΠΙΓΔΟΥΠΕΩ
Transliteration A: epigdoupéō Transliteration B: epigdoupeō Transliteration C: epigdoupeo Beta Code: e)pigdoupe/w

English (LSJ)

Ep. for ἐπιδουπέω, A shout at or in applause, ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν Αθηναίη τε καὶ Ἥρη Il.11.45: abs., sound aloud, AP9.662 (Agath.): c.acc. cogn., καναχὴν ἐ. Nonn.D.1.243.

German (Pape)

[Seite 931] p. = ἐπιδ ουπέω, Il. 11, 45, in tmesi; Agath. 52 (IX, 662); καναχήν Nonn. 1, 243.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιγδουπέω: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ ἐπιδουπέω, ἐπικροτῶ, ἐπιδοκιμάζω (πρβλ. ἐπευφημέω), ἐπὶ δ’ ἐγδούπησαν Ἀθηναίῃ τε καὶ Ἥρη Ἰλ. Λ. 45· ἀπολ., ἠχῶ μεγάλως, κροτῶ, Ἀνθ. Π. 9. 662· μετὰ συστοίχου αἰτ., καναχὴν ἐπ. Νόνν. Δ. 1. 243.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
épq. et poét. c. ἐπιδουπέω.
Étymologie: ἐπί, γδουπέω.

Greek Monotonic

ἐπιγδουπέω: Επικ. αντί ἐπι-δουπέω, επικροτώ, επιδοκιμάζω, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιγδουπέω: Hom. - in tmesi, Anth. = ἐπιδουπέω.

Middle Liddell

epic for ἐπι-δουπέω
to shout in applause, Il.