οἰνοχαρής: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " ;" to ";") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oinocharis | |Transliteration C=oinocharis | ||
|Beta Code=oi)noxarh/s | |Beta Code=oi)noxarh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[merry with wine]], IG14.2125 ; as a nickname, ib.3.1379.</span> | |Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[merry with wine]], IG14.2125; as a nickname, ib.3.1379.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:55, 23 May 2021
English (LSJ)
ές, A merry with wine, IG14.2125; as a nickname, ib.3.1379.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνοχᾰρής: -ές, ὁ χαίρων, ὁ ἀγαπῶν νὰ πίνῃ οἶνον, Ἀνθ. Π. παράρτ. 225.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui aime le vin.
Étymologie: οἶνος, χαίρω.
Greek Monolingual
-ές (Α οἰνοχαρής, -ές)
αυτός που χαίρεται, που αισθάνεται ηδονή να πίνει κρασί, μανιακός οινοπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -χαρής (< χαίρομαι), πρβλ. αιμο-χαρής].
Greek Monotonic
οἰνοχᾰρής: -ές (χαίρω), αυτός που βρίσκει χαρά στην οινοποσία, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
οἰνοχᾰρής: радующийся вину Anth.