δυσεκπέρατος: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "]]ε" to "]] ε")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]εκπέρᾱτος, ον<br />[[hard]] to [[pass]] out from, Eur.
|mdlsjtxt=[[δυσ-]] εκπέρᾱτος, ον<br />[[hard]] to [[pass]] out from, Eur.
}}
}}

Revision as of 15:55, 15 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσεκπέρᾱτος Medium diacritics: δυσεκπέρατος Low diacritics: δυσεκπέρατος Capitals: ΔΥΣΕΚΠΕΡΑΤΟΣ
Transliteration A: dysekpératos Transliteration B: dysekperatos Transliteration C: dysekperatos Beta Code: dusekpe/ratos

English (LSJ)

ον, A hard to pass out from, hard to escape, E.Hipp.678 (lyr.), 883 (lyr., v. l. δυσεκπέραντος).

German (Pape)

[Seite 678] schwer zu vollenden, durchzubringen; κακόν, πάθος, Eur. Hipp. 676. 873, v. l. δυσεκπέραντος.

Greek (Liddell-Scott)

δυσεκπέρᾱτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἐκφύγῃ τις, νὰ περάσῃ, Εὐρ. Ἱππ. 678, 883, μετὰ διαφ. γρ. δυσεκπέραντος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à traverser ; fig. difficile à subir jusqu’au bout.
Étymologie: δυσ-, ἐκπεραίνω.

Spanish (DGE)

(δυσεκπέρᾱτος) -ον
del que es difícil librarse πάθος E.Hipp.678, ὀλοὸν κακόν E.Hipp.883.

Greek Monolingual

δυσεκπέρατος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να περάσει.

Greek Monotonic

δυσεκπέρᾱτος: -ον, αυτός που δύσκολα τελειώνει, αυτός που δύσκολα θεραπεύεται, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δυσεκπέρᾱτος: v. l. δυσεκπέραντος 2 безвыходный, безысходный, нескончаемый (πάθος Eur.).

Middle Liddell

δυσ- εκπέρᾱτος, ον
hard to pass out from, Eur.