δίσκουρα: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ων, τά<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> δισκούρια Hsch.<br />[[tiro de disco]] ἐς δ. tanto como un tiro de disco</i>, <i>Il</i>.23.523, cf. Apollon.<i>Lex</i>.986, Hsch.
|dgtxt=-ων, τά<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> δισκούρια Hsch.<br />[[tiro de disco]] ἐς δ. tanto como un tiro de disco</i>, <i>Il</i>.23.523, cf. Apollon.<i>Lex</i>.986, Hsch.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:38, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίσκουρα Medium diacritics: δίσκουρα Low diacritics: δίσκουρα Capitals: ΔΙΣΚΟΥΡΑ
Transliteration A: dískoura Transliteration B: diskoura Transliteration C: diskoura Beta Code: di/skoura

English (LSJ)

τά, (οὖρος) A quoit's cast, as a measure of distance, ἐς δίσκουρα λέλειπτο Il.23.523:—also δισκ-ούρια, Hsch.

German (Pape)

[Seite 643] τά (οὖρον), die Wurfweite des Diskus; Homer einmal, Iliad. 23, 523 ἐς δίσκουρα λέλειπτο, auf Wurfweite war er zurückgeblieben; vgl. vs. 431, wo statt δίσκουρα aufgelös't δίσκου οὖρα steht, s. Scholl. Aristonic. u. Herodian. zu vs. 523 u. Apoll. Lex. Hom. p. 59, 13. Vgl. ἐπίουρα. – Bei Hesych. δισκούρια.

Greek (Liddell-Scott)

δίσκουρα: τά, (οὖρος) δίσκου βολή, ὡς μέτρον ἀποστάσεως, ἐς δίσκουρα λέλειπτο Ἰλ. Ψ. 523· ἀναλυόμενον εἰς τὸ δίσκου οὖρα αὐτόθι 431· πρβλ. οὖρον.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
portée du disque : ἐς δίσκουρα IL à la distance d’un jet de disque.
Étymologie: δίσκος, οὖρον.

Spanish (DGE)

-ων, τά
• Alolema(s): δισκούρια Hsch.
tiro de disco ἐς δ. tanto como un tiro de disco, Il.23.523, cf. Apollon.Lex.986, Hsch.

Greek Monolingual

δίσκουρα, τα (Α)
βολή δίσκου ως μέτρο αποστάσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίσκου ούρα, πληθ. του ούρου «διάστημα, απόσταση»].

Greek Monotonic

δίσκουρα: τά (οὖρος), βολή, ρίξιμο δίσκου, ως μέτρο απόστασης, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

δίσκουρα: τά расстояние брошенного диска Hom.

Middle Liddell

δίσκ-ουρα, τά, n οὖρος
a quoit's cast, as a measure of distance, Il.