ἀκάπνιστος: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἀκάπνυσ- <i>Suppl.Mag</i>.97ue.12<br />[[no ahumado]], [[cogido sin necesidad de humo]] μέλι ἀκάπνιστον miel obtenida sin ahumar (las colmenas)</i>, Str.9.1.23, cf. Aët.15.15 (p.69), κυρύον (l. κηρίον) <i>Suppl.Mag</i>.l.c., κερὶν (<i>sic</i>) παρθένον ἢγουν ἀκάπνιστον <i>An.Athen</i>.1.77.8.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἀκάπνυσ- <i>Suppl.Mag</i>.97ue.12<br />[[no ahumado]], [[cogido sin necesidad de humo]] μέλι ἀκάπνιστον miel obtenida sin ahumar (las colmenas)</i>, Str.9.1.23, cf. Aët.15.15 (p.69), κυρύον (l. κηρίον) <i>Suppl.Mag</i>.l.c., κερὶν (<i>sic</i>) παρθένον ἢγουν ἀκάπνιστον <i>An.Athen</i>.1.77.8.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκάπνιστος]], -ον) [[καπνίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει μαυρίσει από καπνούς<br />«[[τοίχος]] [[ακάπνιστος]]»<br /><b>2.</b> (για λουκάνικα, κρέατα, ψάρια) αυτός που δεν τον έχουν στεγνώσει με καπνό, που δεν [[είναι]] [[καπνιστός]]<br /><b>3.</b> (για τσιγάρα) αυτά που [[είναι]] αχρησιμοποίητα, που δεν τά έχει καπνίσει [[κανείς]] ή που δεν μπορεί να τά καπνίσει [[γιατί]] [[είναι]] κακή ή [[ποιότητα]] τους<br /><b>4.</b> (για [[φαγητό]]) αυτό που δεν έχει πάρει [[μυρωδιά]] και [[γεύση]] από καπνό<br /><b>5.</b> (για [[μέταλλο]]) «ακάπνιστο [[ασήμι]]» — το απύρωτο<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> ο [[ξεμέθυστος]], ο [[νηφάλιος]], [[εκείνος]] που «δεν του ανεβαίνουν καπνοί στο [[κεφάλι]]»<br /><b>7.</b> <b>ενεργ.</b> όποιος δεν βγάζει καπνό<br />«ακάπνιστο [[σπίτι]]» — που δεν βγάζει καπνό το [[τζάκι]] του ή [[γιατί]] [[είναι]] καινούργιο, αχρησιμοποίητο ή [[γιατί]] [[είναι]] τόσο φτωχοί οι ιδιοκτήτες του που δεν μπορούν [[ούτε]] [[φωτιά]] ν' ανάψουν<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει υποστεί την [[επήρεια]] του καπνού για [[μέλι]] εκλεκτής ποιότητας που το τρυγούσαν [[χωρίς]] να καπνίσουν το [[μελίσσι]] (<b>Στράβ.</b> 400 a).
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκάπνιστος]], -ον) [[καπνίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει μαυρίσει από καπνούς<br />«[[τοίχος]] [[ακάπνιστος]]»<br /><b>2.</b> (για λουκάνικα, κρέατα, ψάρια) αυτός που δεν τον έχουν στεγνώσει με καπνό, που δεν [[είναι]] [[καπνιστός]]<br /><b>3.</b> (για τσιγάρα) αυτά που [[είναι]] αχρησιμοποίητα, που δεν τά έχει καπνίσει [[κανείς]] ή που δεν μπορεί να τά καπνίσει [[γιατί]] [[είναι]] κακή ή [[ποιότητα]] τους<br /><b>4.</b> (για [[φαγητό]]) αυτό που δεν έχει πάρει [[μυρωδιά]] και [[γεύση]] από καπνό<br /><b>5.</b> (για [[μέταλλο]]) «ακάπνιστο [[ασήμι]]» — το απύρωτο<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> ο [[ξεμέθυστος]], ο [[νηφάλιος]], [[εκείνος]] που «δεν του ανεβαίνουν καπνοί στο [[κεφάλι]]»<br /><b>7.</b> <b>ενεργ.</b> όποιος δεν βγάζει καπνό<br />«ακάπνιστο [[σπίτι]]» — που δεν βγάζει καπνό το [[τζάκι]] του ή [[γιατί]] [[είναι]] καινούργιο, αχρησιμοποίητο ή [[γιατί]] [[είναι]] τόσο φτωχοί οι ιδιοκτήτες του που δεν μπορούν [[ούτε]] [[φωτιά]] ν' ανάψουν<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει υποστεί την [[επήρεια]] του καπνού για [[μέλι]] εκλεκτής ποιότητας που το τρυγούσαν [[χωρίς]] να καπνίσουν το [[μελίσσι]] (<b>Στράβ.</b> 400 a).
}}
}}

Revision as of 10:05, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκάπνιστος Medium diacritics: ἀκάπνιστος Low diacritics: ακάπνιστος Capitals: ΑΚΑΠΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: akápnistos Transliteration B: akapnistos Transliteration C: akapnistos Beta Code: a)ka/pnistos

English (LSJ)

ον, A unsmoked, μέλι ἀ. honey taken without smoking the bees, Str.9.1.23.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκάπνιστος: -ον, ὁ μὴ καπνισθείς, μέλι ἀκ., δ ἔλαβέ τις χωρὶς νὰ καπνίσῃ τὰς μελίσσας, Στράβ. 400.

Spanish (DGE)

-ον
• Grafía: graf. ἀκάπνυσ- Suppl.Mag.97ue.12
no ahumado, cogido sin necesidad de humo μέλι ἀκάπνιστον miel obtenida sin ahumar (las colmenas), Str.9.1.23, cf. Aët.15.15 (p.69), κυρύον (l. κηρίον) Suppl.Mag.l.c., κερὶν (sic) παρθένον ἢγουν ἀκάπνιστον An.Athen.1.77.8.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκάπνιστος, -ον) καπνίζω
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει μαυρίσει από καπνούς
«τοίχος ακάπνιστος»
2. (για λουκάνικα, κρέατα, ψάρια) αυτός που δεν τον έχουν στεγνώσει με καπνό, που δεν είναι καπνιστός
3. (για τσιγάρα) αυτά που είναι αχρησιμοποίητα, που δεν τά έχει καπνίσει κανείς ή που δεν μπορεί να τά καπνίσει γιατί είναι κακή ή ποιότητα τους
4. (για φαγητό) αυτό που δεν έχει πάρει μυρωδιά και γεύση από καπνό
5. (για μέταλλο) «ακάπνιστο ασήμι» — το απύρωτο
6. μτφ. ο ξεμέθυστος, ο νηφάλιος, εκείνος που «δεν του ανεβαίνουν καπνοί στο κεφάλι»
7. ενεργ. όποιος δεν βγάζει καπνό
«ακάπνιστο σπίτι» — που δεν βγάζει καπνό το τζάκι του ή γιατί είναι καινούργιο, αχρησιμοποίητο ή γιατί είναι τόσο φτωχοί οι ιδιοκτήτες του που δεν μπορούν ούτε φωτιά ν' ανάψουν
αρχ.
αυτός που δεν έχει υποστεί την επήρεια του καπνού για μέλι εκλεκτής ποιότητας που το τρυγούσαν χωρίς να καπνίσουν το μελίσσι (Στράβ. 400 a).