ἀνδροκτασία: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀνδροκτᾰσία) -ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ép. -ίη <i>Il</i>.23.86<br /><b class="num">1</b> [[matanza]] en una batalla, gener. en plu. παύσασθαι ... [[Ἄρη]] ἀνδροκτασιάων <i>Il</i>.5.909, μάχας τ' ἀνδροκτασίας τε <i>Il</i>.7.237, πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν A.<i>Th</i>.693, μάχαι τ' ἀνδροκτασίαι Stesich.22.6<i>S</i>., πολεμοί τε ἀνδροκτασίαι τε <i>SB</i> 8140.16<br /><b class="num">•</b>personif. Φόνους τ' Ἀνδροκτασίας τε Hes.<i>Th</i>.228, cf. <i>Sc</i>.155.<br /><b class="num">2</b> en sg. [[homicidio]] ἀνδροκτασίης ὕπο λυγρῆς <i>Il</i>.23.86, cf. Hes.<i>Fr</i>.165.17.
|dgtxt=(ἀνδροκτᾰσία) -ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ép. -ίη <i>Il</i>.23.86<br /><b class="num">1</b> [[matanza]] en una batalla, gener. en plu. παύσασθαι ... [[Ἄρη]] ἀνδροκτασιάων <i>Il</i>.5.909, μάχας τ' ἀνδροκτασίας τε <i>Il</i>.7.237, πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν A.<i>Th</i>.693, μάχαι τ' ἀνδροκτασίαι Stesich.22.6<i>S</i>., πολεμοί τε ἀνδροκτασίαι τε <i>SB</i> 8140.16<br /><b class="num">•</b>personif. Φόνους τ' Ἀνδροκτασίας τε Hes.<i>Th</i>.228, cf. <i>Sc</i>.155.<br /><b class="num">2</b> en sg. [[homicidio]] ἀνδροκτασίης ὕπο λυγρῆς <i>Il</i>.23.86, cf. Hes.<i>Fr</i>.165.17.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:20, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδροκτᾰσία Medium diacritics: ἀνδροκτασία Low diacritics: ανδροκτασία Capitals: ΑΝΔΡΟΚΤΑΣΙΑ
Transliteration A: androktasía Transliteration B: androktasia Transliteration C: androktasia Beta Code: a)ndroktasi/a

English (LSJ)

ἡ, (κτείνω) A slaughter of men in battle, mostly in pl., παύσασθαι . . Ἄρην ἀνδροκτασιάων Il.5.909; μάχας τ' ἀνδροκτασίας τε 7.237, etc.: personified, Hes.Th.228: in sg., ἀνδροκτασίης ὕπο λυγρῆς by reason of sad homicide, Il.23.86, cf. Hes.Oxy.1359.1.17, A.Th.693 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 218] ἡ, Männermord, plur. Hom. Iliad. 5, 909. 7, 237. 24, 548 Od. 11, 612, sing. Iliad. 11, 164 u. 23, 86; an der letzten Stelle katachrestisch von Tödtung eines Knaben durch einen Knaben beim Spiele; – Aesch. Spt. 675.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδροκτᾱσία: ἡ, (κτείνω) ἡ ἐν μάχῃ ἀνδροφονία, κατὰ τὸ πλεῖστον πληθ., παύσασαι... Ἄρην ἀνδροκτασιάων Ἰλ. Ε. 909· μάχας τ’ ἀνδροκτασίας τε Η. 237. κτλ.: καθ’ ἑνικόν, ἀνδροκτασίης ὑπὸ λυγρῆς, ἕνεκα θλιβερᾶς ἀνδροφονίας, ἀνθρωποκτονίας, Ψ. 86, πρβλ. Αἰσχύλ. Θ. 693.

Spanish (DGE)

(ἀνδροκτᾰσία) -ας, ἡ
• Alolema(s): ép. -ίη Il.23.86
1 matanza en una batalla, gener. en plu. παύσασθαι ... Ἄρη ἀνδροκτασιάων Il.5.909, μάχας τ' ἀνδροκτασίας τε Il.7.237, πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν A.Th.693, μάχαι τ' ἀνδροκτασίαι Stesich.22.6S., πολεμοί τε ἀνδροκτασίαι τε SB 8140.16
personif. Φόνους τ' Ἀνδροκτασίας τε Hes.Th.228, cf. Sc.155.
2 en sg. homicidio ἀνδροκτασίης ὕπο λυγρῆς Il.23.86, cf. Hes.Fr.165.17.

Greek Monolingual

ἀνδροκτασία, η (Α)
1. φόνος ανδρών στη μάχη
2. φόνος, ανθρωποκτονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -κτασία < κτατος < κτείνω «σκοτώνω»].

Greek Monotonic

ἀνδροκτᾰσία: ἡ (ἀνήρ, κτείνω), σφαγή ανδρών σε μάχη, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδροκτᾰσία: ион. ἀνδροκτᾰσίη ἡ преимущ. pl. избиение людей, резня, убийство Hom., Aesch.

Middle Liddell

ἀνήρ, κτείνω
slaughter of men in battle, Il., Aesch.