ἐξανάλωσις: Difference between revisions
ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εως, ἡ | |dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -ήλωσις <i>PSI</i> 604.15 (III a.C.), <i>SB</i> 10850.13 (III a.C.)<br />[[gasto]], [[consunción]] c. gen. obj. τῆς δυνάμεως Plu.<i>Marc</i>.24, de bienes materiales <i>PSI</i> l.c., <i>SB</i> l.c. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:03, 20 July 2021
English (LSJ)
[ᾱλ], εως, ἡ, A entire consumption, τῆς δυνάμεως Plu.Marc. 24.
German (Pape)
[Seite 868] ἡ, der gänzliche Verbrauch, das Aufreiben, Plut. Marcell. 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξανάλωσις: -εως, ἡ, ἐντελὴς ἀνάλωσις, τῆς δυνάμεως ἐξανάλωσιν Πλουτ. Μάρκελλ. 24.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de perdre, de ruiner complètement.
Étymologie: ἐξ, ἀναλίσκω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): -ήλωσις PSI 604.15 (III a.C.), SB 10850.13 (III a.C.)
gasto, consunción c. gen. obj. τῆς δυνάμεως Plu.Marc.24, de bienes materiales PSI l.c., SB l.c.
Greek Monolingual
ἐξανάλωσις, η (Α) εξαναλίσκω
ολοκληρωτική ανάλωση, καταδαπάνηση, φθορά, καταστροφή («τῆς δυνάμεως ἐξανάλωσιν», Πλούτ.).
Greek Monotonic
ἐξανάλωσις: -εως, ἡ (ἐξανᾱλίσκω), πλήρης, ολοκληρωτική κατανάλωση, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξανάλωσις: εως (ᾱλ) ἡ израсходование, истощение, уничтожение (τῆς δυνάμεως Plut.).
Middle Liddell
ἐξανάλωσις, εως n [ἐξανᾱλίσκω]
entire consumption, Plut.