ἐρυθραίνω: Difference between revisions

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
m (Text replacement - " ;" to ";")
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐρυθραίνω]]<br />Α ποιητ. τ. έρυθαίνω) [[ερυθρός]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] κόκκινο<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[κόκκινος]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ερυθραίνομαι</i><br />[[κοκκινίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για καρπό) [[ωριμάζω]] («ἡ [[τέρμινθος]]... χλοερόν ἐνέγκασα [[μετά]] ταῡτα ἐρυθραίνει», Θεόφρ.).
|mltxt=(AM [[ἐρυθραίνω]]<br />Α ποιητ. τ. έρυθαίνω) [[ερυθρός]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] κόκκινο<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[κόκκινος]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ερυθραίνομαι</i><br />[[κοκκινίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για καρπό) [[ωριμάζω]] («ἡ [[τέρμινθος]]... χλοερόν ἐνέγκασα [[μετά]] ταῦτα ἐρυθραίνει», Θεόφρ.).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐρυθραίνω:''' преимущ. pass. становиться красным, краснеть Xen., Arst.
|elrutext='''ἐρυθραίνω:''' преимущ. pass. становиться красным, краснеть Xen., Arst.
}}
}}

Revision as of 15:50, 25 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρυθραίνω Medium diacritics: ἐρυθραίνω Low diacritics: ερυθραίνω Capitals: ΕΡΥΘΡΑΙΝΩ
Transliteration A: erythraínō Transliteration B: erythrainō Transliteration C: erythraino Beta Code: e)ruqrai/nw

English (LSJ)

A paint red, rouge, πρόσωπον Perict. ap. Stob.4.28.19; παρειάς Hdn.5.6.10:—Pass., become red, Thphr.HP3.12.5, Sor.1.108; blush, X.Cyr.1.4.4, Arist.EN1128b13. II intr., to be red, Id.Pr.890a8; ἡ τέρμινθος..χλοερὸν ἐνέγκασα [καρπὸν] μετὰ ταῦτα ἐρυθραίνει Thphr.HP3.15.3.

German (Pape)

[Seite 1036] roth machen, röthen (ἐρεύθω, ἐρυθρός), Theophr. u. A.; von der Schamröthe, αἰδοῦς ἐνεπίμπλατο ὥςτε καὶ ἐρυθραίνεσθαι Xen. Cyr. 1, 4, 4; Arist. Eth. 4, 15; τὰς παρειὰς ἐρυθραίνων Hdn. 5, 6, 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυθραίνω: καθιστῶ τι ἐρυθρόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 3˙ πρόσωπον Περικτ. παρὰ Στοβ. 488. 2. - Παθ., γίνομαι ἐρυθρός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 5˙ ἐρυθριῶ, αἰδοῦς ἐνεπίμπλατο, ὥστε καὶ ἐρυθραίνεσθαι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 9, 2. ΙΙ. ἀμεταβ., εἶμαι ἐρυθρός, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 8. 4, 3.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
rendre rouge, faire rougir ; Pass. (seul. prés. et part. pf. Pass. ἠρυθρασμένος) devenir rouge, rougir, particul. rougir de honte.
Étymologie: ἐρυθρός.

Greek Monolingual

(AM ἐρυθραίνω
Α ποιητ. τ. έρυθαίνω) ερυθρός
1. κάνω κάτι κόκκινο
2. είμαι κόκκινος
3. παθ. ερυθραίνομαι
κοκκινίζω
αρχ.
(για καρπό) ωριμάζω («ἡ τέρμινθος... χλοερόν ἐνέγκασα μετά ταῦτα ἐρυθραίνει», Θεόφρ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐρυθραίνω: преимущ. pass. становиться красным, краснеть Xen., Arst.