σύννους: Difference between revisions

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν, ΝΜΑ, και [[σύννοος]], -οον, Α<br /><b>1.</b> βυθισμένος σε σκέψεις, [[σκεπτικός]], συλλογισμένος<br /><b>2.</b> [[σκυθρωπός]], [[κατηφής]], στενοχωρημένος<br /><b>αρχ.</b><br />[[γεμάτος]] έγνοιες, [[ανήσυχος]] («ταῡτα δ' εἰπὼν ἐποίησε τὸν Αὐτοφραδάτην σύννουν γενόμενον παύσασθαι τῆς πολιορκίας», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[νους]]/-<i>νοος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νόος]] /[[νους]]), <b>πρβλ.</b> [[ὑπέρ]]-[[νους]]].
|mltxt=-ουν, ΝΜΑ, και [[σύννοος]], -οον, Α<br /><b>1.</b> βυθισμένος σε σκέψεις, [[σκεπτικός]], συλλογισμένος<br /><b>2.</b> [[σκυθρωπός]], [[κατηφής]], στενοχωρημένος<br /><b>αρχ.</b><br />[[γεμάτος]] έγνοιες, [[ανήσυχος]] («ταῦτα δ' εἰπὼν ἐποίησε τὸν Αὐτοφραδάτην σύννουν γενόμενον παύσασθαι τῆς πολιορκίας», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[νους]]/-<i>νοος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νόος]] /[[νους]]), <b>πρβλ.</b> [[ὑπέρ]]-[[νους]]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 15:52, 25 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύννους Medium diacritics: σύννους Low diacritics: σύννους Capitals: ΣΥΝΝΟΥΣ
Transliteration A: sýnnous Transliteration B: synnous Transliteration C: synnous Beta Code: su/nnous

English (LSJ)

-ουν, Attic contr. for σύννοος.

German (Pape)

[Seite 1028] zsgz. = σύννοος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. σύννοος.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΜΑ, και σύννοος, -οον, Α
1. βυθισμένος σε σκέψεις, σκεπτικός, συλλογισμένος
2. σκυθρωπός, κατηφής, στενοχωρημένος
αρχ.
γεμάτος έγνοιες, ανήσυχος («ταῦτα δ' εἰπὼν ἐποίησε τὸν Αὐτοφραδάτην σύννουν γενόμενον παύσασθαι τῆς πολιορκίας», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -νους/-νοος (< νόος /νους), πρβλ. ὑπέρ-νους].

Russian (Dvoretsky)

σύννους: стяж. = σύννοος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύννους -ουν, ook zonder contr. σύννοος -οον [σύν, νοῦς] peinzend:. σύννους... πρὸς ἑαυτῷ in gedachten verzonken Plut. Them. 3.4. ernstig:; ἀπὸ μὲν προσώπου σύννουν ernstig van gelaatsuitdrukking Hp. Med. 1; bezonnen:. ἐποίησε... σύννουν γενόμενον παύσασθαι τῆξ πολιορκίας dit maakte dat hij bij zinnen kwam en het beleg opgaf Aristot. Pol. 1267a36.

Middle Liddell

σύν-νους, ουν,
1. in deep thought, thoughtful, Isocr.
2. thoughtful, circumspect, Arist.

English (Woodhouse)

meditative

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)