νήκερως: Difference between revisions
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
m (Text replacement - "(νη-)" to "(νη-)") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nikeros | |Transliteration C=nikeros | ||
|Beta Code=nh/kerws | |Beta Code=nh/kerws | ||
|Definition=ων, [[not horned]], Epic nom. pl. [[νήκεροι]], Hes. ''Op.'' 529. | |Definition=ων, [[hornless]], [[not horned]], Epic nom. pl. [[νήκεροι]], Hes. ''Op.'' 529. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:51, 28 July 2021
English (LSJ)
ων, hornless, not horned, Epic nom. pl. νήκεροι, Hes. Op. 529.
German (Pape)
[Seite 251] ωτος, ohne Hörner, ungehörnt (?).
Greek (Liddell-Scott)
νήκερως: -ων, (νη-) ἄνευ κεράτων, ὁ μὴ ἔχων κέρατα, Ἐπικ. ὀνομ. πληθ. νήκεροι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 527.
French (Bailly abrégé)
ως, ων;
sans cornes.
Étymologie: νη-, κέρας.
Greek Monolingual
νήκερως, -ων και επικ. τ. πληθ. αρσ. νήκεροι (Α)
αυτός που δεν έχει κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -κέρως (< κέρας, -ατος), πρβλ. ά-κερως, δί-κερως].
Greek Monotonic
νήκερως: -ων (νη-, κέρας), αυτός που δεν έχει κέρατα· Επικ. ονομ. πληθ. νήκεροι, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
νή-κερως, ων, [νη-, κέρας
not horned, epic nom. pl. νήκεροι Hes.