αφαλοκόβω: Difference between revisions

From LSJ

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>1.</b> [[κόβω]] τον ομφάλιο λώρο νεογέννητου<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]] κάποιον στην [[κοιλιά]] ή [[καταφέρω]] συντριπτικό [[πλήγμα]] σε κάποιον (<b>[[πρβλ]].</b> «θα σε αφαλοκόψω» —απειλητικά)<br /><b>3.</b> [[προξενώ]] πόνο στην [[κοιλιά]] και τη [[μέση]] από το υπερβολικό [[φορτίο]]<br /><b>4.</b> [[προκαλώ]] σε κάποιον φόβο και [[ανησυχία]].
|mltxt=<b>1.</b> [[κόβω]] τον ομφάλιο λώρο νεογέννητου<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]] κάποιον στην [[κοιλιά]] ή [[καταφέρω]] συντριπτικό [[πλήγμα]] σε κάποιον ([[πρβλ]]. «θα σε αφαλοκόψω» —απειλητικά)<br /><b>3.</b> [[προξενώ]] πόνο στην [[κοιλιά]] και τη [[μέση]] από το υπερβολικό [[φορτίο]]<br /><b>4.</b> [[προκαλώ]] σε κάποιον φόβο και [[ανησυχία]].
}}
}}

Latest revision as of 08:22, 23 August 2021

Greek Monolingual

1. κόβω τον ομφάλιο λώρο νεογέννητου
2. χτυπώ κάποιον στην κοιλιά ή καταφέρω συντριπτικό πλήγμα σε κάποιον (πρβλ. «θα σε αφαλοκόψω» —απειλητικά)
3. προξενώ πόνο στην κοιλιά και τη μέση από το υπερβολικό φορτίο
4. προκαλώ σε κάποιον φόβο και ανησυχία.