αχθηδών: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀχθηδών]] (-ονος), η (Α)<br /><b>1.</b> [[βάρος]], [[φορτίο]]<br /><b>2.</b> [[θλίψη]], [[ενόχληση]], [[ταλαιπωρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άχθος]] ή <span style="color: red;"><</span> [[άχθομαι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δων</i>-, [[επίθημα]] με το οποίο σχηματίζονται ονόματα που δήλωναν [[ασθένεια]], [[άλγος]], [[οδύνη]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> <i>ακεχηδών</i><br />«[[λύπη]]» (<b>Ησύχ.</b>), [[αλγηδών]], [[μελεδών]].
|mltxt=[[ἀχθηδών]] (-ονος), η (Α)<br /><b>1.</b> [[βάρος]], [[φορτίο]]<br /><b>2.</b> [[θλίψη]], [[ενόχληση]], [[ταλαιπωρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άχθος]] ή <span style="color: red;"><</span> [[άχθομαι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δων</i>-, [[επίθημα]] με το οποίο σχηματίζονται ονόματα που δήλωναν [[ασθένεια]], [[άλγος]], [[οδύνη]]<br />[[πρβλ]]. <i>ακεχηδών</i><br />«[[λύπη]]» (<b>Ησύχ.</b>), [[αλγηδών]], [[μελεδών]].
}}
}}

Latest revision as of 08:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἀχθηδών (-ονος), η (Α)
1. βάρος, φορτίο
2. θλίψη, ενόχληση, ταλαιπωρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άχθος ή < άχθομαι + -δων-, επίθημα με το οποίο σχηματίζονται ονόματα που δήλωναν ασθένεια, άλγος, οδύνη
πρβλ. ακεχηδών
«λύπη» (Ησύχ.), αλγηδών, μελεδών.