αὐτώρης: Difference between revisions

From LSJ

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐτώρης]], -ες (Α)<br />αυτός που ενεργεί από δική του [[παρόρμηση]], αυθαίρετα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώρης</i> <span style="color: red;"><</span> <i>όρνυμαι</i> «[[ορμώ]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[νεώρης]])].
|mltxt=[[αὐτώρης]], -ες (Α)<br />αυτός που ενεργεί από δική του [[παρόρμηση]], αυθαίρετα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώρης</i> <span style="color: red;"><</span> <i>όρνυμαι</i> «[[ορμώ]]» ([[πρβλ]]. [[νεώρης]])].
}}
}}

Revision as of 08:25, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτώρης Medium diacritics: αὐτώρης Low diacritics: αυτώρης Capitals: ΑΥΤΩΡΗΣ
Transliteration A: autṓrēs Transliteration B: autōrēs Transliteration C: aftoris Beta Code: au)tw/rhs

English (LSJ)

ες, (ὄρνυμαι) A acting spontaneously, of an oracle giving a response unquestioned, Call.Fr.264.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτώρης: -ες, (ὥρα), αὐτὸς φροντίζων, αὐτοκέλευστος, ἀφ’ ἑαυτοῦ ποιῶν τι ἢ λέγων, αὐτώρης ὅτε τοῖσιν ἐπέφραδε Καλλ. Ἀποσπ. (264) παρὰ τῷ Σχολ. ἐν Πινδ. Π. 4. 107.

Spanish (DGE)

-ες
que actúa espontáneamente del trípode y la Pitia en el oráculo de Delfos que responde sin ser preguntado, Call.Fr.671.

Greek Monolingual

αὐτώρης, -ες (Α)
αυτός που ενεργεί από δική του παρόρμηση, αυθαίρετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο)- + -ώρης < όρνυμαι «ορμώ» (πρβλ. νεώρης)].