γυιοτόρος: Difference between revisions
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
(6_16) |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γυιοτόρος''': -ον, διαπερνῶν ἢ διατρυπών τὰ [[μέλη]], Χριστόδ. Ἐκφρ. 226. | |lstext='''γυιοτόρος''': -ον, διαπερνῶν ἢ διατρυπών τὰ [[μέλη]], Χριστόδ. Ἐκφρ. 226. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[que atraviesa la carne]], [[que la perfora]] fig. γυιοτόρους μύρμηκας correas que desgarran los miembros</i>, <i>AP</i> 2.226 (Christod.). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[γυιοτόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που διατρυπά τα [[μέλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυίον]] <span style="color: red;">+</span> <b>(θ.)</b> <i>τορ</i>-, <i>έτορον</i>, αόρ. β'<br />[[πρβλ]]. ενεστ. [[τορέω]] «[[διατρυπώ]]», [[τείρω]] «[[θλίβω]], [[ταλαιπωρώ]]» ([[πρβλ]]. [[διάτορος]], [[ρινοτόρος]], [[χαλκότορος]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 08:32, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 508] Glieder durchbohrend, Christodor. Ecphr. 226.
Greek (Liddell-Scott)
γυιοτόρος: -ον, διαπερνῶν ἢ διατρυπών τὰ μέλη, Χριστόδ. Ἐκφρ. 226.
Spanish (DGE)
-ον
que atraviesa la carne, que la perfora fig. γυιοτόρους μύρμηκας correas que desgarran los miembros, AP 2.226 (Christod.).
Greek Monolingual
γυιοτόρος, -ον (Α)
αυτός που διατρυπά τα μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + (θ.) τορ-, έτορον, αόρ. β'
πρβλ. ενεστ. τορέω «διατρυπώ», τείρω «θλίβω, ταλαιπωρώ» (πρβλ. διάτορος, ρινοτόρος, χαλκότορος)].