δαύκος: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
(8) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM δαῡκος)<br /><b>1.</b> [[γένος]] σκιαδανθών με κυριότερο [[είδος]] το [[καρότο]], ο [[δαύκος]] το [[καρωτόν]]<br /><b>2.</b> ο [[υπόγειος]] [[βλαστός]] του φυτού, το [[καρότο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> φαρμακευτικό [[φυτό]] της Κρήτης, [[δαυκί]]<br /><b>2.</b> το άγριο [[καρότο]], ο [[σταφυλίνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για [[φυτό]] το οποίο συνδέθηκε με θ. <i>δaF</i>- του [[δαίω]] «[[καίω]]», εξαιτίας της πικάντικης και καυστικής γεύσης της ρίζας του. Ο Νίκανδρος ο Επικός (Θηρ. 94) σχολιάζοντας τις λέξεις [[δαύκος]] και <i>δαυκμός</i> αναφέρει: «[[Πλούταρχος]] πλείονα μὲν φῆσι γένη τῆς βοτάνης [[εἶναι]], τὸ δὲ κοινόν τῆς δυνάμεως [[ἰδίωμα]] δριμὺ και πυρῶδες». Υπετέθη δηλ. ότι το [[φυτό]] παρήγαγε μια κολλώδη [[ουσία]] σαν το [[ρετσίνι]], που καιγόταν με καθαρή [[φλόγα]] ( | |mltxt=ο (AM δαῡκος)<br /><b>1.</b> [[γένος]] σκιαδανθών με κυριότερο [[είδος]] το [[καρότο]], ο [[δαύκος]] το [[καρωτόν]]<br /><b>2.</b> ο [[υπόγειος]] [[βλαστός]] του φυτού, το [[καρότο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> φαρμακευτικό [[φυτό]] της Κρήτης, [[δαυκί]]<br /><b>2.</b> το άγριο [[καρότο]], ο [[σταφυλίνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για [[φυτό]] το οποίο συνδέθηκε με θ. <i>δaF</i>- του [[δαίω]] «[[καίω]]», εξαιτίας της πικάντικης και καυστικής γεύσης της ρίζας του. Ο Νίκανδρος ο Επικός (Θηρ. 94) σχολιάζοντας τις λέξεις [[δαύκος]] και <i>δαυκμός</i> αναφέρει: «[[Πλούταρχος]] πλείονα μὲν φῆσι γένη τῆς βοτάνης [[εἶναι]], τὸ δὲ κοινόν τῆς δυνάμεως [[ἰδίωμα]] δριμὺ και πυρῶδες». Υπετέθη δηλ. ότι το [[φυτό]] παρήγαγε μια κολλώδη [[ουσία]] σαν το [[ρετσίνι]], που καιγόταν με καθαρή [[φλόγα]] ([[πρβλ]]. και τη [[γλώσσα]] «<i>δαυχμόν</i>» — εύκαυστον [[ξύλον]] δάφνης). Οπωσδήποτε, η [[σύνδεση]] του <i>δαύχος</i> με το [[δαίω]] [[είναι]] πολύ αμφίβολη και οφείλεται πιθ. σε [[παρετυμολογία]]. Υποστηρίχτηκε [[τέλος]] ότι ο τ. [[καύκον]] (=[[καυκαλίς]]) αποτελεί μεταπλασμό του [[δαύκος]] [[κατά]] το [[καίω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:35, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο (AM δαῡκος)
1. γένος σκιαδανθών με κυριότερο είδος το καρότο, ο δαύκος το καρωτόν
2. ο υπόγειος βλαστός του φυτού, το καρότο
αρχ.
1. φαρμακευτικό φυτό της Κρήτης, δαυκί
2. το άγριο καρότο, ο σταφυλίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για φυτό το οποίο συνδέθηκε με θ. δaF- του δαίω «καίω», εξαιτίας της πικάντικης και καυστικής γεύσης της ρίζας του. Ο Νίκανδρος ο Επικός (Θηρ. 94) σχολιάζοντας τις λέξεις δαύκος και δαυκμός αναφέρει: «Πλούταρχος πλείονα μὲν φῆσι γένη τῆς βοτάνης εἶναι, τὸ δὲ κοινόν τῆς δυνάμεως ἰδίωμα δριμὺ και πυρῶδες». Υπετέθη δηλ. ότι το φυτό παρήγαγε μια κολλώδη ουσία σαν το ρετσίνι, που καιγόταν με καθαρή φλόγα (πρβλ. και τη γλώσσα «δαυχμόν» — εύκαυστον ξύλον δάφνης). Οπωσδήποτε, η σύνδεση του δαύχος με το δαίω είναι πολύ αμφίβολη και οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογία. Υποστηρίχτηκε τέλος ότι ο τ. καύκον (=καυκαλίς) αποτελεί μεταπλασμό του δαύκος κατά το καίω.