γυναικοήθης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γυναικοήθης]], -ες (Α)<br />αυτός που έχει χαρακτήρα γυναίκας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυνή]], <i>γυναικός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ήθης</i> <span style="color: red;"><</span> [[ήθος]] «[[χαρακτήρας]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[κακοήθης]], [[συνήθης]])].
|mltxt=[[γυναικοήθης]], -ες (Α)<br />αυτός που έχει χαρακτήρα γυναίκας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυνή]], <i>γυναικός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ήθης</i> <span style="color: red;"><</span> [[ήθος]] «[[χαρακτήρας]]» ([[πρβλ]]. [[κακοήθης]], [[συνήθης]])].
}}
}}

Revision as of 08:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναικοήθης Medium diacritics: γυναικοήθης Low diacritics: γυναικοήθης Capitals: ΓΥΝΑΙΚΟΗΘΗΣ
Transliteration A: gynaikoḗthēs Transliteration B: gynaikoēthēs Transliteration C: gynaikoithis Beta Code: gunaikoh/qhs

English (LSJ)

ες, A of womanish disposition, Hsch. s.v. μαλακός.

German (Pape)

[Seite 510] ες, von weibischer Sinnesart, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικοήθης: -ες, ἔχων γυναικεῖον ἦθος, Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ες afeminado Hsch.s.u. μαλακός.

Greek Monolingual

γυναικοήθης, -ες (Α)
αυτός που έχει χαρακτήρα γυναίκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + -ήθης < ήθος «χαρακτήρας» (πρβλ. κακοήθης, συνήθης)].