δερμύλλω: Difference between revisions
From LSJ
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δερμύλλω]] (Α)<br />έχω [[στύση]] του πέους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δέρμα]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>ύλλω</i> ( | |mltxt=[[δερμύλλω]] (Α)<br />έχω [[στύση]] του πέους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δέρμα]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>ύλλω</i> ([[πρβλ]]. [[βδύλλω]], [[εξαπατύλλω]]). Η λ. μαρτυρείται και ως [[γλώσσα]] του Ησυχίου «<i>δερμύλλει</i><br />αισχροποιεί, οι δέ εκδέρει»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:35, 23 August 2021
English (LSJ)
A = φλάω, Sch.Ar.Nu.734; cf. δερκύλλειν.
German (Pape)
[Seite 549] die Haut zurückziehen, τοῦ πέους Schol. Ar. Nubb. 724.
Greek (Liddell-Scott)
δερμύλλω: φλάω, Σχόλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 731.
Spanish (DGE)
desollar sent. obsc. masturbar ἑαυτόν Sch.Ar.Nu.734, cf. δερμύλλει· αἰσχροποιεῖ Hsch.
Greek Monolingual
δερμύλλω (Α)
έχω στύση του πέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέρμα + (επίθημα) -ύλλω (πρβλ. βδύλλω, εξαπατύλλω). Η λ. μαρτυρείται και ως γλώσσα του Ησυχίου «δερμύλλει
αισχροποιεί, οι δέ εκδέρει»].