δικτυοθήρας: Difference between revisions
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δικτυοθήρας]], ο (AM)<br />αυτός που κυνηγάει ζώα και πουλιά με [[δίχτυ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δίκτυον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θήρας</i> <span style="color: red;"><</span> [[θήρα]] «[[κυνήγι]]» ( | |mltxt=[[δικτυοθήρας]], ο (AM)<br />αυτός που κυνηγάει ζώα και πουλιά με [[δίχτυ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δίκτυον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θήρας</i> <span style="color: red;"><</span> [[θήρα]] «[[κυνήγι]]» ([[πρβλ]]. [[ορνιθοθήρας]], [[ορτυγοθήρας]]] | ||
}} | }} |
Revision as of 08:45, 23 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A net-fisher, Sch. Theoc.1.40.
German (Pape)
[Seite 630] ὁ, = δικτυβόλος, Schol. Theocr. 1, 40.
Greek (Liddell-Scott)
δικτυοθήρας: ὁ, ὁ θηρεύων διὰ δικτύων, ἁλιεύς, Σχολ. Θεοκρ. 1. 40.
Greek Monolingual
δικτυοθήρας, ο (AM)
αυτός που κυνηγάει ζώα και πουλιά με δίχτυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκτυον + -θήρας < θήρα «κυνήγι» (πρβλ. ορνιθοθήρας, ορτυγοθήρας]