εκών: Difference between revisions
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
(11) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ούσα, -όν (AM [[ἑκών]], -οῡσα, -όν)<br />αυτός που ενεργεί ή πάσχει [[κάτι]] με τη θέλησή του, οικειοθελώς προσφερόμενος, [[εθελοντής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ενεργεί από [[πρόθεση]], [[επίτηδες]] («[[ἑκών]] ἠμάρτανεν» — [[επίτηδες]] αποτύγχανε)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἑκών]] [[εἶναι]]» — όσο εξαρτάται από μένα, όσο για μένα<br />β) «[[ἑκών]] [[ἄκων]]» — με τη θέλησή μου ή όχι<br />γ) «[[ἑκών]] παρ' ἑκόντος λαμβάνειν» — [[κατά]] αμοιβαία [[συναίνεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για αρχ. τ. μετοχής που αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. <i>usant</i>- (θηλ. <i>uśat</i>-<i>i</i>), στο οποίο απαντά η μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της αρχικής ΙΕ ρίζας <i>wek</i>- «[[θέλω]], [[εύχομαι]]». Η [[απαθής]] [[βαθμίδα]] της ρίζας του ελληνικού τύπου [[εκών]] [[είναι]] [[υστερογενής]] και, [[μολονότι]] απαντά σε τύπους οριστικής άλλων γλωσσών ( | |mltxt=-ούσα, -όν (AM [[ἑκών]], -οῡσα, -όν)<br />αυτός που ενεργεί ή πάσχει [[κάτι]] με τη θέλησή του, οικειοθελώς προσφερόμενος, [[εθελοντής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ενεργεί από [[πρόθεση]], [[επίτηδες]] («[[ἑκών]] ἠμάρτανεν» — [[επίτηδες]] αποτύγχανε)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἑκών]] [[εἶναι]]» — όσο εξαρτάται από μένα, όσο για μένα<br />β) «[[ἑκών]] [[ἄκων]]» — με τη θέλησή μου ή όχι<br />γ) «[[ἑκών]] παρ' ἑκόντος λαμβάνειν» — [[κατά]] αμοιβαία [[συναίνεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για αρχ. τ. μετοχής που αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. <i>usant</i>- (θηλ. <i>uśat</i>-<i>i</i>), στο οποίο απαντά η μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της αρχικής ΙΕ ρίζας <i>wek</i>- «[[θέλω]], [[εύχομαι]]». Η [[απαθής]] [[βαθμίδα]] της ρίζας του ελληνικού τύπου [[εκών]] [[είναι]] [[υστερογενής]] και, [[μολονότι]] απαντά σε τύπους οριστικής άλλων γλωσσών ([[πρβλ]]. χετ. <i>uek</i>-<i>mi</i>, αρχ. ινδ. <i>vaś</i>-<i>mi</i> «[[εύχομαι]], [[επιθυμώ]], [[απαιτώ]]»), στην Ελληνική δεν έχει διασωθεί [[αντίστοιχος]] τ. (<i>Fεκ</i>-<i>μι</i>). Η [[σημασία]] του δηλώθηκε στην Ελληνική από τα ρήματα [[βούλομαι]] και [[εθέλω]]. Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγονται και τα [[εκάεργος]], [[ένεκα]]. Τέλος η [[δασύτητα]] εξηγείται πιθ. αναλογικά [[προς]] το <i>έ</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:53, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ούσα, -όν (AM ἑκών, -οῡσα, -όν)
αυτός που ενεργεί ή πάσχει κάτι με τη θέλησή του, οικειοθελώς προσφερόμενος, εθελοντής
αρχ.
1. αυτός που ενεργεί από πρόθεση, επίτηδες («ἑκών ἠμάρτανεν» — επίτηδες αποτύγχανε)
2. φρ. α) «ἑκών εἶναι» — όσο εξαρτάται από μένα, όσο για μένα
β) «ἑκών ἄκων» — με τη θέλησή μου ή όχι
γ) «ἑκών παρ' ἑκόντος λαμβάνειν» — κατά αμοιβαία συναίνεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχ. τ. μετοχής που αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. usant- (θηλ. uśat-i), στο οποίο απαντά η μηδενισμένη βαθμίδα της αρχικής ΙΕ ρίζας wek- «θέλω, εύχομαι». Η απαθής βαθμίδα της ρίζας του ελληνικού τύπου εκών είναι υστερογενής και, μολονότι απαντά σε τύπους οριστικής άλλων γλωσσών (πρβλ. χετ. uek-mi, αρχ. ινδ. vaś-mi «εύχομαι, επιθυμώ, απαιτώ»), στην Ελληνική δεν έχει διασωθεί αντίστοιχος τ. (Fεκ-μι). Η σημασία του δηλώθηκε στην Ελληνική από τα ρήματα βούλομαι και εθέλω. Στην ίδια ρίζα ανάγονται και τα εκάεργος, ένεκα. Τέλος η δασύτητα εξηγείται πιθ. αναλογικά προς το έ].