εύξεινος: Difference between revisions

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source
(15)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο(ν) (Α εὔξεινος, -ον, ιων. τ. του [[εὔξενος]], -ον)<br /><b>φρ.</b> «Εύξεινος Πόντος» ή «Εύξεινος»<br />(κατ' ευφ. [[αντί]] [[άξενος]]) Μαύρη Θάλασσα («ἐξίει πρὸς βορεὴν ἄνεμον ἐς τὸν Εὔξεινον καλεόμενον Πόντον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(και με τα ουσ. [[πέλαγος]], [[οἶδμα]]) [[φιλικός]] [[προς]] τους ξένους, [[φιλόξενος]] (για τον Εύξεινο Πόντο) (α. «ἐν δ' Εὐξείνῳ πελάγει νᾱσον», <b>Πίνδ.</b><br />β. «ἔβα δι' Εὔξεινον [[οἶδμα]] λίμνας», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[καταγωγή]] της ονομασίας δεν [[είναι]] ελληνική. Οφείλεται σε [[παρετυμολογία]] ενός ιρανικής προελεύσεως επιθέτου (<b>[[πρβλ]].</b> αβεστ. <i>axša</i><i>ē</i><i>na</i>, περσ. <i>axšaina</i>) με [[σημασία]] «[[σκουρόχρωμος]]», το οποίο ηχητικά πλησίαζε πολύ [[προς]] το ελλ. [[άξεινος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητικό <span style="color: red;">+</span> -[[ξείνος]] «[[ξένος]], φιλοξενούμενος»). Οι γνωστές τρικυμίες αυτής της θάλασσας καθιστούσαν την [[ονομασία]] <i>Άξεινος Πόντος</i> («Αφιλόξενη Θάλασσα») πολύ κατάλληλη. Αντ' αυτής όμως επικράτησε τελικά λόγω ευφημισμού η αντίθετή της <i>Εύ</i>-<i>ξεινος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ξείνος]] «[[ξένος]], φιλοξενούμενος») δηλ. «Φιλόξενη Θάλασσα»].
|mltxt=-ο(ν) (Α εὔξεινος, -ον, ιων. τ. του [[εὔξενος]], -ον)<br /><b>φρ.</b> «Εύξεινος Πόντος» ή «Εύξεινος»<br />(κατ' ευφ. [[αντί]] [[άξενος]]) Μαύρη Θάλασσα («ἐξίει πρὸς βορεὴν ἄνεμον ἐς τὸν Εὔξεινον καλεόμενον Πόντον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(και με τα ουσ. [[πέλαγος]], [[οἶδμα]]) [[φιλικός]] [[προς]] τους ξένους, [[φιλόξενος]] (για τον Εύξεινο Πόντο) (α. «ἐν δ' Εὐξείνῳ πελάγει νᾱσον», <b>Πίνδ.</b><br />β. «ἔβα δι' Εὔξεινον [[οἶδμα]] λίμνας», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[καταγωγή]] της ονομασίας δεν [[είναι]] ελληνική. Οφείλεται σε [[παρετυμολογία]] ενός ιρανικής προελεύσεως επιθέτου ([[πρβλ]]. αβεστ. <i>axša</i><i>ē</i><i>na</i>, περσ. <i>axšaina</i>) με [[σημασία]] «[[σκουρόχρωμος]]», το οποίο ηχητικά πλησίαζε πολύ [[προς]] το ελλ. [[άξεινος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητικό <span style="color: red;">+</span> -[[ξείνος]] «[[ξένος]], φιλοξενούμενος»). Οι γνωστές τρικυμίες αυτής της θάλασσας καθιστούσαν την [[ονομασία]] <i>Άξεινος Πόντος</i> («Αφιλόξενη Θάλασσα») πολύ κατάλληλη. Αντ' αυτής όμως επικράτησε τελικά λόγω ευφημισμού η αντίθετή της <i>Εύ</i>-<i>ξεινος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ξείνος]] «[[ξένος]], φιλοξενούμενος») δηλ. «Φιλόξενη Θάλασσα»].
}}
}}

Latest revision as of 09:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ο(ν) (Α εὔξεινος, -ον, ιων. τ. του εὔξενος, -ον)
φρ. «Εύξεινος Πόντος» ή «Εύξεινος»
(κατ' ευφ. αντί άξενος) Μαύρη Θάλασσα («ἐξίει πρὸς βορεὴν ἄνεμον ἐς τὸν Εὔξεινον καλεόμενον Πόντον», Ηρόδ.)
αρχ.
(και με τα ουσ. πέλαγος, οἶδμα) φιλικός προς τους ξένους, φιλόξενος (για τον Εύξεινο Πόντο) (α. «ἐν δ' Εὐξείνῳ πελάγει νᾱσον», Πίνδ.
β. «ἔβα δι' Εὔξεινον οἶδμα λίμνας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η καταγωγή της ονομασίας δεν είναι ελληνική. Οφείλεται σε παρετυμολογία ενός ιρανικής προελεύσεως επιθέτου (πρβλ. αβεστ. axšaēna, περσ. axšaina) με σημασία «σκουρόχρωμος», το οποίο ηχητικά πλησίαζε πολύ προς το ελλ. άξεινος (< α- στερητικό + -ξείνος «ξένος, φιλοξενούμενος»). Οι γνωστές τρικυμίες αυτής της θάλασσας καθιστούσαν την ονομασία Άξεινος Πόντος («Αφιλόξενη Θάλασσα») πολύ κατάλληλη. Αντ' αυτής όμως επικράτησε τελικά λόγω ευφημισμού η αντίθετή της Εύ-ξεινος (< ευ + ξείνος «ξένος, φιλοξενούμενος») δηλ. «Φιλόξενη Θάλασσα»].