εὐάνιος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐάνιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εύκολα ανιάται, ενοχλείται<br /><b>2.</b> [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> όμως «ὁ μηδενὶ ἀνιώμενος, πρᾱος, [[πειθήνιος]]» — [[είναι]] προφανές ότι συγχέει το [[ευάνιος]] με το [[ευάνιος]] (δωρ. τ. [[αντί]] [[ευήνιος]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[άνιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ανία]]), | |mltxt=[[εὐάνιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εύκολα ανιάται, ενοχλείται<br /><b>2.</b> [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> όμως «ὁ μηδενὶ ἀνιώμενος, πρᾱος, [[πειθήνιος]]» — [[είναι]] προφανές ότι συγχέει το [[ευάνιος]] με το [[ευάνιος]] (δωρ. τ. [[αντί]] [[ευήνιος]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[άνιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ανία]]), [[πρβλ]]. <i>δυσ</i>-[[άνιος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:05, 23 August 2021
English (LSJ)
[ᾰ], ον, (ἀνία) A taking trouble easily, Hsch. (also glossed by πειθήνιος, i.e. εὐάνιος [ᾱ], Dor. for εὐήνιος).
German (Pape)
[Seite 1056] leicht Schmerz (ἀνία) ertragend, geduldig, Hesych. ἐπὶ μηδενὶ ἀνιώμενος.
Greek (Liddell-Scott)
εὐάνιος: -ον, (ἀνία) ὁ εὐκόλως ἀνιώμενος, ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ὁ μηδενὶ ἀνιώμενος. πρᾷος», μεθ’ ὃ προστίθησι «πειθήνιος» συγχέων οὕτω τὸ εὐᾰνιος πρὸς τὸ εὐᾱνιος (Δωρ. ἀντὶ εὐήνιος).
Greek Monolingual
εὐάνιος, -ον (Α)
1. αυτός που εύκολα ανιάται, ενοχλείται
2. κατά τον Ησύχ. όμως «ὁ μηδενὶ ἀνιώμενος, πρᾱος, πειθήνιος» — είναι προφανές ότι συγχέει το ευάνιος με το ευάνιος (δωρ. τ. αντί ευήνιος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -άνιος (< ανία), πρβλ. δυσ-άνιος].