εὐθύγραμμος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐθύγραμμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή κινείται σε [[ευθεία]] [[γραμμή]] («[[εὐθύγραμμος]] [[κίνησις]]» — η [[κίνηση]] που γίνεται σε [[ευθεία]] [[γραμμή]], <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευθύγραμμο</i> (με ή [[χωρίς]] τη [[λέξη]] [[σχήμα]])<br />[[σχήμα]] που αποτελείται από ευθείες γραμμές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευθυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γραμ</i>-<i>μος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γραμ</i>-<i>μή</i> <span style="color: red;"><</span> <i>γράφ</i>-<i>ω</i>)<br /><b>[[πρβλ]].</b> [[καμπυλόγραμμος]], [[παραλληλόγραμμος]]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐθύγραμμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή κινείται σε [[ευθεία]] [[γραμμή]] («[[εὐθύγραμμος]] [[κίνησις]]» — η [[κίνηση]] που γίνεται σε [[ευθεία]] [[γραμμή]], <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευθύγραμμο</i> (με ή [[χωρίς]] τη [[λέξη]] [[σχήμα]])<br />[[σχήμα]] που αποτελείται από ευθείες γραμμές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευθυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γραμ</i>-<i>μος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γραμ</i>-<i>μή</i> <span style="color: red;"><</span> <i>γράφ</i>-<i>ω</i>)<br />[[πρβλ]]. [[καμπυλόγραμμος]], [[παραλληλόγραμμος]]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐθύγραμμος:''' прямолинейный ([[σχῆμα]] Arst., Plut.).
|elrutext='''εὐθύγραμμος:''' прямолинейный ([[σχῆμα]] Arst., Plut.).
}}
}}

Revision as of 09:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθῠγραμμος Medium diacritics: εὐθύγραμμος Low diacritics: ευθύγραμμος Capitals: ΕΥΘΥΓΡΑΜΜΟΣ
Transliteration A: euthýgrammos Transliteration B: euthygrammos Transliteration C: efthygrammos Beta Code: eu)qu/grammos

English (LSJ)

ον, = εὐθυγραμμικός (rectilinear), Arist. Cael. 286b13, al. ; γωνία Oenopides ap. Procl. in Euc. p. 333F., cf. Euc. 1.44 ; τὸ εὐθύγραμμον (with or without σχῆμα) rectilinear figure, Arist. APr. 69a31, Pr. 913b18, Thphr. HP 1.12.1.

German (Pape)

[Seite 1070] geradlinig, σχῆμα Arist. coel. 2 Meteor. 10, 2; τὸ εὐθ., geradlinige Figur, Mathem., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθύγραμμος: -ον, ὁ κατ’ εὐθεῖαν γραμμήν, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 4, 1, κ. ἀλλ.· τὸ εὐθ. (μετὰ τῆς λέξεως σχῆμαἄνευ αὐτῆς), σχῆμα ἀποτελούμενον ἐξ εὐθειῶν γραμμῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Πρ. 2. 25, 2, Πρβλ. 16. 4, 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 1: ἐντεῦθεν -γραμμικός, ή, όν, ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς τοιοῦτον σχῆμα· καὶ Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰάμβλ. ἐν Νικομ. 80. 136.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐθύγραμμος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται ή κινείται σε ευθεία γραμμήεὐθύγραμμος κίνησις» — η κίνηση που γίνεται σε ευθεία γραμμή, Αριστοτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το ευθύγραμμο (με ή χωρίς τη λέξη σχήμα)
σχήμα που αποτελείται από ευθείες γραμμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -γραμ-μος (< γραμ-μή < γράφ-ω)
πρβλ. καμπυλόγραμμος, παραλληλόγραμμος].

Russian (Dvoretsky)

εὐθύγραμμος: прямолинейный (σχῆμα Arst., Plut.).