εύοπτος: Difference between revisions
From LSJ
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εὔοπτος]], -ον (ΑΜ)<br />[[ελκυστικός]], [[ωραίος]] («ἦν δὲ καλὸς ὁ Τσιμισχῆς, [[εὔοπτος]], εὔχρους, [[εὔθριξ]]», Κ. Μανασσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φαίνεται εύκολα, [[ανοιχτός]] στην όραση, [[ορατός]], [[φανερός]] («οὐκ ἐν εὐόπτω οἰκέουσιν αἱ νοῡσοι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[περιφανής]], [[περίοπτος]], [[ολοφάνερος]] («[[ἀστραπή]], [[ὅταν]] ἐπιφανῇ, εὔοπτός ἐστι», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[οπτός]] (<i>ορώ</i>) από [[ρίζα]] <i>οπ</i>- (<i>όπ</i>-<i>ωπ</i>-<i>α</i>, <i>όψις</i>), | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[εὔοπτος]], -ον (ΑΜ)<br />[[ελκυστικός]], [[ωραίος]] («ἦν δὲ καλὸς ὁ Τσιμισχῆς, [[εὔοπτος]], εὔχρους, [[εὔθριξ]]», Κ. Μανασσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φαίνεται εύκολα, [[ανοιχτός]] στην όραση, [[ορατός]], [[φανερός]] («οὐκ ἐν εὐόπτω οἰκέουσιν αἱ νοῡσοι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[περιφανής]], [[περίοπτος]], [[ολοφάνερος]] («[[ἀστραπή]], [[ὅταν]] ἐπιφανῇ, εὔοπτός ἐστι», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[οπτός]] (<i>ορώ</i>) από [[ρίζα]] <i>οπ</i>- (<i>όπ</i>-<i>ωπ</i>-<i>α</i>, <i>όψις</i>), [[πρβλ]]. [[περί]]-<i>οπτος</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[εὔοπτος]], -ον (ΑΜ)<br />καλοψημένος, [[νόστιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[οπτός]] «[[ψητός]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:05, 23 August 2021
Greek Monolingual
(I)
εὔοπτος, -ον (ΑΜ)
ελκυστικός, ωραίος («ἦν δὲ καλὸς ὁ Τσιμισχῆς, εὔοπτος, εὔχρους, εὔθριξ», Κ. Μανασσ.)
αρχ.
1. αυτός που φαίνεται εύκολα, ανοιχτός στην όραση, ορατός, φανερός («οὐκ ἐν εὐόπτω οἰκέουσιν αἱ νοῡσοι», Ιπποκρ.)
2. περιφανής, περίοπτος, ολοφάνερος («ἀστραπή, ὅταν ἐπιφανῇ, εὔοπτός ἐστι», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οπτός (ορώ) από ρίζα οπ- (όπ-ωπ-α, όψις), πρβλ. περί-οπτος].
(II)
εὔοπτος, -ον (ΑΜ)
καλοψημένος, νόστιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οπτός «ψητός»].