εὐτειχής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐτειχής]], -ές και ἐϋτειχής, -ές (Α)<br />[[εὐτείχεος]] (τὸν ἐν Ἰλίῳ εὐτειχῆ πάγον», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τειχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τείχος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αμφι</i>-<i>τειχής</i>, <i>επτα</i>-<i>τειχής</i>].
|mltxt=[[εὐτειχής]], -ές και ἐϋτειχής, -ές (Α)<br />[[εὐτείχεος]] (τὸν ἐν Ἰλίῳ εὐτειχῆ πάγον», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τειχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τείχος]]), [[πρβλ]]. <i>αμφι</i>-<i>τειχής</i>, <i>επτα</i>-<i>τειχής</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτειχής Medium diacritics: εὐτειχής Low diacritics: ευτειχής Capitals: ΕΥΤΕΙΧΗΣ
Transliteration A: euteichḗs Transliteration B: euteichēs Transliteration C: efteichis Beta Code: eu)teixh/s

English (LSJ)

ές, Pi.O.6.1, N.7.46, E.Andr.1009 (lyr.); prop. oxytone, cf. Hdn. Gr.2.37,687; but acc. εὐτείχεα (Id.2.99) Il.16.57.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
aux bonnes ou solides murailles, bien fortifié.
Étymologie: εὖ, τεῖχος.

English (Slater)

εὐτειχής
   1 with well-built walls εὐτειχεῖ προθύρῳ (O. 6.1) θεοῦ παρ' εὐτειχέα δόμον (N. 7.46) παρ' εὐτειχέσιν Κάδμου πύλαις (I. 6.75)

Greek Monolingual

εὐτειχής, -ές και ἐϋτειχής, -ές (Α)
εὐτείχεος (τὸν ἐν Ἰλίῳ εὐτειχῆ πάγον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τειχής (< τείχος), πρβλ. αμφι-τειχής, επτα-τειχής].

Greek Monotonic

εὐτειχής: -ές, = το προηγ., σε Πίνδ., Ευρ.· αλλά στην Ομήρ. Ιλ., αιτ., εὐτείχεα, όχι εὐτειχέα.

Russian (Dvoretsky)

εὐτειχής: Pind., Eur. = εὐτείχεος.

Middle Liddell

εὐτειχής, ές =eu)tei/xeos, Pind., Eur.] [in Il. the acc. is εὐτείχεα, not εὐτειχέα.]