εὐόριστος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐόριστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τηρείται εύκολα [[μέσα]] σε όρια («ἡ ἀτμὶς ὑγρὸν καὶ ψυχρόν, εὐόριστον μὲν γὰρ ὡς ψυχρόν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να οριστεί εύκολα, να καθοριστεί εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[οριστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ορίζω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ακαθ</i>-<i>όριστος</i>, <i>α</i>-<i>όριστος</i>].
|mltxt=[[εὐόριστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τηρείται εύκολα [[μέσα]] σε όρια («ἡ ἀτμὶς ὑγρὸν καὶ ψυχρόν, εὐόριστον μὲν γὰρ ὡς ψυχρόν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να οριστεί εύκολα, να καθοριστεί εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[οριστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ορίζω]]), [[πρβλ]]. <i>ακαθ</i>-<i>όριστος</i>, <i>α</i>-<i>όριστος</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐόριστος:'''<br /><b class="num">1)</b> легко ограничиваемый, без труда вводимый в пределы Arst.;<br /><b class="num">2)</b> легко определимый Arst.
|elrutext='''εὐόριστος:'''<br /><b class="num">1)</b> легко ограничиваемый, без труда вводимый в пределы Arst.;<br /><b class="num">2)</b> легко определимый Arst.
}}
}}

Revision as of 09:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐόριστος Medium diacritics: εὐόριστος Low diacritics: ευόριστος Capitals: ΕΥΟΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: euóristos Transliteration B: euoristos Transliteration C: evoristos Beta Code: eu)o/ristos

English (LSJ)

ον, A easily bounded or limited, Arist.Mete.360a23; τὸ εὐ., opp. τὸ δυσόριστον, ib.378b24, GC329b31; μέτρον ἀριθμῷ οὐκ εὐ. Herod. Med. ap. Orib.6.25.4.

German (Pape)

[Seite 1085] leicht zu begränzen, zu definiren, Arist. metaph. 9, 6; leicht, schwach begränzt, Meteor. 2, 4.

Greek (Liddell-Scott)

εὐόριστος: -ον, ὃν εὐκόλως τηρεῖ τις ἐντὸς ὁρίων, ἡ ἀτμὶς ὑγρὸν καὶ ψυχρόν· εὐόριστον μὲν ὡς ὑγρὸν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 6· τὸ εὐόρ., ἀντίθετον τῷ τὸ δυσόριστον, αὐτόθι 4. 1, 2, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 6, 3. - Κατὰ τὸν Ζωναρᾶν σ. 917: «εὐόριστον τὸ ψηλαφώμενον καὶ φθειρόμενον, οἷον ὁ ἄρτος καὶ τὰ ὅμοια».

Greek Monolingual

εὐόριστος, -ον (Α)
1. αυτός που τηρείται εύκολα μέσα σε όρια («ἡ ἀτμὶς ὑγρὸν καὶ ψυχρόν, εὐόριστον μὲν γὰρ ὡς ψυχρόν», Αριστοτ.)
2. αυτός που μπορεί να οριστεί εύκολα, να καθοριστεί εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οριστός (< ορίζω), πρβλ. ακαθ-όριστος, α-όριστος].

Russian (Dvoretsky)

εὐόριστος:
1) легко ограничиваемый, без труда вводимый в пределы Arst.;
2) легко определимый Arst.