ηβαιός: Difference between revisions

From LSJ

δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠβαιός]], -ά, -όν (Α)<br />(ιων. τ. του [[βαιός]]) (συνήθ. με το αρνητικό [[ουδέ]])<br /><b>1.</b> [[μικρός]], [[λίγος]] («οὔ οἱ ἔνι [[φρένες]], οὐδ' ἠβαιαί» — δεν έχει [[μυαλό]], [[ούτε]] λίγο, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἠβαιόν</i><br />[[καθόλου]] («οὐδ' ἠβαιόν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἠβαιὸν ἀπὸ σπείους» — σε μικρή [[απόσταση]] από τη [[σπηλιά]] (<b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ηβαιός]] απαντά στην [[Ιλιάδα]] [[πάντα]] με [[άρνηση]] <i>ουδ</i>' (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ουδ</i>' <i>ηβαιόν</i>) και σε [[τέλος]] στίχου. Σπάνια [[χωρίς]] [[άρνηση]] στην [[Οδύσσεια]] (ι 462). Υποστηρίχθηκε ότι προήλθε από λανθασμένη [[τμήση]] τών λέξεων της φράσης <i>ου δη βαιόν</i>].
|mltxt=[[ἠβαιός]], -ά, -όν (Α)<br />(ιων. τ. του [[βαιός]]) (συνήθ. με το αρνητικό [[ουδέ]])<br /><b>1.</b> [[μικρός]], [[λίγος]] («οὔ οἱ ἔνι [[φρένες]], οὐδ' ἠβαιαί» — δεν έχει [[μυαλό]], [[ούτε]] λίγο, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἠβαιόν</i><br />[[καθόλου]] («οὐδ' ἠβαιόν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἠβαιὸν ἀπὸ σπείους» — σε μικρή [[απόσταση]] από τη [[σπηλιά]] (<b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ηβαιός]] απαντά στην [[Ιλιάδα]] [[πάντα]] με [[άρνηση]] <i>ουδ</i>' ([[πρβλ]]. <i>ουδ</i>' <i>ηβαιόν</i>) και σε [[τέλος]] στίχου. Σπάνια [[χωρίς]] [[άρνηση]] στην [[Οδύσσεια]] (ι 462). Υποστηρίχθηκε ότι προήλθε από λανθασμένη [[τμήση]] τών λέξεων της φράσης <i>ου δη βαιόν</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἠβαιός, -ά, -όν (Α)
(ιων. τ. του βαιός) (συνήθ. με το αρνητικό ουδέ)
1. μικρός, λίγος («οὔ οἱ ἔνι φρένες, οὐδ' ἠβαιαί» — δεν έχει μυαλό, ούτε λίγο, Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἠβαιόν
καθόλου («οὐδ' ἠβαιόν», Ομ. Οδ.)
3. φρ. «ἠβαιὸν ἀπὸ σπείους» — σε μικρή απόσταση από τη σπηλιά (Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ηβαιός απαντά στην Ιλιάδα πάντα με άρνηση ουδ' (πρβλ. ουδ' ηβαιόν) και σε τέλος στίχου. Σπάνια χωρίς άρνηση στην Οδύσσεια (ι 462). Υποστηρίχθηκε ότι προήλθε από λανθασμένη τμήση τών λέξεων της φράσης ου δη βαιόν].