ημιαναίσθητος: Difference between revisions
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
(16) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που πάσχει από [[ημιαναισθησία]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει χάσει τις αισθήσεις του<br />α) [[σχεδόν]] [[αναίσθητος]], [[απαθής]], [[αδιάφορος]]<br />β) [[λιπόθυμος]], λιποθυμισμένος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ημιαναισθήτως</i> και -<i>α</i><br />με ημιαναίσθητο τρόπο, [[σχεδόν]] αναίσθητα, λιποθυμισμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>αν</i>-<i>αίσθητος</i> (<span style="color: red;"><</span> α[[ν]]<br />στερητικό <span style="color: red;">+</span> -<i>αισθητος</i> <span style="color: red;"><</span> [[αισθάνομαι]], | |mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που πάσχει από [[ημιαναισθησία]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει χάσει τις αισθήσεις του<br />α) [[σχεδόν]] [[αναίσθητος]], [[απαθής]], [[αδιάφορος]]<br />β) [[λιπόθυμος]], λιποθυμισμένος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ημιαναισθήτως</i> και -<i>α</i><br />με ημιαναίσθητο τρόπο, [[σχεδόν]] αναίσθητα, λιποθυμισμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>αν</i>-<i>αίσθητος</i> (<span style="color: red;"><</span> α[[ν]]<br />στερητικό <span style="color: red;">+</span> -<i>αισθητος</i> <span style="color: red;"><</span> [[αισθάνομαι]], [[πρβλ]]. <i>αν</i>-<i>επ</i>-<i>αίσθητος</i>, <i>ευ</i>-<i>αίσθητος</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην [[εφημερίδα]] <i>Εστία</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που πάσχει από ημιαναισθησία
2. αυτός που έχει χάσει τις αισθήσεις του
α) σχεδόν αναίσθητος, απαθής, αδιάφορος
β) λιπόθυμος, λιποθυμισμένος.
επίρρ...
ημιαναισθήτως και -α
με ημιαναίσθητο τρόπο, σχεδόν αναίσθητα, λιποθυμισμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + αν-αίσθητος (< αν
στερητικό + -αισθητος < αισθάνομαι, πρβλ. αν-επ-αίσθητος, ευ-αίσθητος). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία].