θαύμακτρον: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θαύμακτρον]], το (Α)<br />χρήματα που δίνει [[κάποιος]] για να δει τεχνάσματα θαυματοποιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θαυμάζω]] με την κατάλ. -<i>τρον</i> ([[κατά]] πληθ.) δηλωτική της [[τιμής]] ( | |mltxt=[[θαύμακτρον]], το (Α)<br />χρήματα που δίνει [[κάποιος]] για να δει τεχνάσματα θαυματοποιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θαυμάζω]] με την κατάλ. -<i>τρον</i> ([[κατά]] πληθ.) δηλωτική της [[τιμής]] ([[πρβλ]]. [[δίδακτρα]], [[ίατρα]] «χρήματα για την [[πληρωμή]] του γιατρού» <b>κ.τ.ό.</b>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:30, 23 August 2021
English (LSJ)
τό, A money paid to see conjurers' tricks, Sophr.120.
German (Pape)
[Seite 1189] τό, Sophron bei E. M. 443, 52; Schneider vermuthet θυμίακτρον, thuribulum; Passow erkl. Geld, das man Gauklern zum Lohne giebt.
Greek (Liddell-Scott)
θαύμακτρον: τὸ, τὸ ἀργύριον τὸ διδόμενον ὅπως ἴδῃ τις τέχνασμα θαυματοποιοῦ, Σώφρων ἐν τῷ Ἐτυμ. Μ. (πρβλ. θαῦμα Ι. 2).
Greek Monolingual
θαύμακτρον, το (Α)
χρήματα που δίνει κάποιος για να δει τεχνάσματα θαυματοποιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαυμάζω με την κατάλ. -τρον (κατά πληθ.) δηλωτική της τιμής (πρβλ. δίδακτρα, ίατρα «χρήματα για την πληρωμή του γιατρού» κ.τ.ό.)].