θεόκλητος: Difference between revisions
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[θεόκλητος]], -ον)<br />(νεοελλ.-μσν.)<br />ο προορισμένος για κάποιο [[έργο]] σύμφωνα με τη [[θεία]] [[βούληση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ψάλλεται ή που λέγεται από θεό («[[θεόκλητος]] [[ὑμέναιος]]», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θεόκλητον [[μέλαθρον]]» — ο [[οίκος]] στον οποίο επικαλείται [[κάποιος]] τον θεό (<b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καλώ]]), | |mltxt=-η, -ο (AM [[θεόκλητος]], -ον)<br />(νεοελλ.-μσν.)<br />ο προορισμένος για κάποιο [[έργο]] σύμφωνα με τη [[θεία]] [[βούληση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ψάλλεται ή που λέγεται από θεό («[[θεόκλητος]] [[ὑμέναιος]]», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θεόκλητον [[μέλαθρον]]» — ο [[οίκος]] στον οποίο επικαλείται [[κάποιος]] τον θεό (<b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καλώ]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-[[μετά]]-<i>κλητος</i>, <i>αυτό</i>-<i>κλητος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:40, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A sung by gods, Nonn.D.5.92.
German (Pape)
[Seite 1196] von Gott gerufen, Nonn. par. 1, 75; auch νηός, wo Gott angerufen wird, id.
Greek (Liddell-Scott)
θεόκλητος: -ον, κληθεὶς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, Νόνν. Ἰω. 1. στίχ. 23· ψαλλόμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ αὐτ. Δ. 5. 92. ΙΙ. θ. μέλαθρον, ὁ οἶκος ἐν ᾧ γίνεται ἐπίκλησις τοῦ Θεοῦ, ὁ αὐτ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM θεόκλητος, -ον)
(νεοελλ.-μσν.)
ο προορισμένος για κάποιο έργο σύμφωνα με τη θεία βούληση
αρχ.
1. αυτός που ψάλλεται ή που λέγεται από θεό («θεόκλητος ὑμέναιος», Νόνν.)
2. φρ. «θεόκλητον μέλαθρον» — ο οίκος στον οποίο επικαλείται κάποιος τον θεό (Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -κλητος (< καλώ), πρβλ. α-μετά-κλητος, αυτό-κλητος].