θερμουργός: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig

Menander, Monostichoi, 208
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ό (Α [[θερμουργός]], -όν)<br />αυτός που ενεργεί με [[θέρμη]], [[χωρίς]] [[ψυχραιμία]], ο [[ριψοκίνδυνος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θερμουργώς</i><br />με [[θέρμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θερμ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αυτ</i>-<i>ουργός</i>, <i>δημι</i>-<i>ουργός</i>, [[χειρ]]-<i>ουργός</i>].
|mltxt=-ό (Α [[θερμουργός]], -όν)<br />αυτός που ενεργεί με [[θέρμη]], [[χωρίς]] [[ψυχραιμία]], ο [[ριψοκίνδυνος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θερμουργώς</i><br />με [[θέρμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θερμ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]]), [[πρβλ]]. <i>αυτ</i>-<i>ουργός</i>, <i>δημι</i>-<i>ουργός</i>, [[χειρ]]-<i>ουργός</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:40, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμουργός Medium diacritics: θερμουργός Low diacritics: θερμουργός Capitals: ΘΕΡΜΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: thermourgós Transliteration B: thermourgos Transliteration C: thermourgos Beta Code: qermourgo/s

English (LSJ)

όν, A doing hot and hasty acts, reckless, X.Mem.1.3.9 (Sup.), Luc.Tim.2.

German (Pape)

[Seite 1202] hitzig, kühn, unbesonnen handelnd, Xen. Mem. 1, 3, 9, neben ἀνόητος u. ῥιψοκίνδυνος; vgl. Luc. Tim. 2. S. θερμοεργός.

Greek (Liddell-Scott)

θερμουργός: όν (*ἔργω) ἐνεργῶν θερμῶς, ἀπερίσκεπτος, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9, Λουκ. Τίμ. 2.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui agit d’une manière chaleureuse, résolue, hardie.
Étymologie: θερμός, ἔργον.

Greek Monolingual

-ό (Α θερμουργός, -όν)
αυτός που ενεργεί με θέρμη, χωρίς ψυχραιμία, ο ριψοκίνδυνος.
επίρρ...
θερμουργώς
με θέρμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -ουργός (< έργον), πρβλ. αυτ-ουργός, δημι-ουργός, χειρ-ουργός].

Greek Monotonic

θερμουργός: -όν (*ἔργον), αυτός που ενεργεί βιαστικά και απερίσκεπτα, θερμοκέφαλος, σε Ξεν., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

θερμουργός: пылкий, страстный, тж. безрассудный Xen., Luc.

Middle Liddell

θερμ-ουργός, όν [*ἔργω
doing hot and hasty acts, reckless, Xen., Luc.