ιππόκρημνος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
(18) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱππόκρημνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> υπερβολικά [[απόκρημνος]], πολύ [[δύσβατος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἱππόκρημνα ῥήματα» — δυσκολονόητα, βαρύγδουπα, υψηλόκρημνα [[λόγια]] (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κρημνός]]. Το α' συνθετικό <i>ἱππο</i>- εδώ με επιτατική [[λειτουργία]] («υπερβολικά [[απόκρημνος]]»), | |mltxt=[[ἱππόκρημνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> υπερβολικά [[απόκρημνος]], πολύ [[δύσβατος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἱππόκρημνα ῥήματα» — δυσκολονόητα, βαρύγδουπα, υψηλόκρημνα [[λόγια]] (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κρημνός]]. Το α' συνθετικό <i>ἱππο</i>- εδώ με επιτατική [[λειτουργία]] («υπερβολικά [[απόκρημνος]]»), [[πρβλ]]. <i>ιππο</i>-[[λάπαθον]], <i>ιππό</i>-<i>πορνος</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:00, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἱππόκρημνος, -ον (Α)
1. υπερβολικά απόκρημνος, πολύ δύσβατος
2. φρ. «ἱππόκρημνα ῥήματα» — δυσκολονόητα, βαρύγδουπα, υψηλόκρημνα λόγια (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + κρημνός. Το α' συνθετικό ἱππο- εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά απόκρημνος»), πρβλ. ιππο-λάπαθον, ιππό-πορνος)].