κήλας: Difference between revisions

From LSJ

ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κήλας]], ὁ (Α)<br />[[είδος]] ινδικού πελαργού («κήλαν ἐν Ἰνδοῑς [[ἀκούω]] ὄρνιν... τριπλάσιον ὠτίδος», Αιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Είναι πιθ. λ. ινδικής προελεύσεως (<b>[[πρβλ]].</b> ινδ. <i>harg</i><i>ē</i><i>la</i>), με σχηματισμό κατ' [[επίδραση]] της λ. [[κήλη]] λόγω της συγγένειας της σημασίας της «[[εξόγκωμα]]» με τον πρόλοβο τών πτηνών, και εμφανίζει [[κατάληξη]] -<i>ας</i>, που χρησιμοποιείται για τη [[δήλωση]] ζώων και πτηνών].
|mltxt=[[κήλας]], ὁ (Α)<br />[[είδος]] ινδικού πελαργού («κήλαν ἐν Ἰνδοῑς [[ἀκούω]] ὄρνιν... τριπλάσιον ὠτίδος», Αιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Είναι πιθ. λ. ινδικής προελεύσεως ([[πρβλ]]. ινδ. <i>harg</i><i>ē</i><i>la</i>), με σχηματισμό κατ' [[επίδραση]] της λ. [[κήλη]] λόγω της συγγένειας της σημασίας της «[[εξόγκωμα]]» με τον πρόλοβο τών πτηνών, και εμφανίζει [[κατάληξη]] -<i>ας</i>, που χρησιμοποιείται για τη [[δήλωση]] ζώων και πτηνών].
}}
}}

Revision as of 10:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κήλας Medium diacritics: κήλας Low diacritics: κήλας Capitals: ΚΗΛΑΣ
Transliteration A: kḗlas Transliteration B: kēlas Transliteration C: kilas Beta Code: kh/las

English (LSJ)

ὁ, an Indian stork, A adjutant, Leptoptilus argala, Ael.NA 16.4.

German (Pape)

[Seite 1430] ὁ, der Kropfvogel, Ael. H. A. 16, 4.

Greek (Liddell-Scott)

κήλας: ὁ, Ἰνδικόν τι πτηνὸν τὸ μέγεθος τριπλάσιον ὠτίδος, Αἰλ. π. Ζ. 16. 4.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pélican, DELG marabout, oiseau.
Étymologie: DELG emprunt à une langue indienne, avec influence de κήλη, à cause de son gros jabot.

Greek Monolingual

κήλας, ὁ (Α)
είδος ινδικού πελαργού («κήλαν ἐν Ἰνδοῑς ἀκούω ὄρνιν... τριπλάσιον ὠτίδος», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Είναι πιθ. λ. ινδικής προελεύσεως (πρβλ. ινδ. hargēla), με σχηματισμό κατ' επίδραση της λ. κήλη λόγω της συγγένειας της σημασίας της «εξόγκωμα» με τον πρόλοβο τών πτηνών, και εμφανίζει κατάληξη -ας, που χρησιμοποιείται για τη δήλωση ζώων και πτηνών].