κακεργέτης: Difference between revisions

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακεργέτης]] και [[κακεργάτης]], ὁ, θηλ. [[κακεργέτις]] και [[κακεργάτις]] (Α)<br />(ως σκωπτικό όνομα του Πτολεμαίου Ζ' σε [[αντίθεση]] με τον Πτολεμαίο Β' τον Ευεργέτη) αυτός που εργάζεται το [[κακό]], [[κακοποιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακο</i>-<i>ερ</i>-<i>γός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>) - <span style="color: red;">+</span> [[ἔργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>εργέτης</i> (<b>βλ.</b> και <i>κακο</i>-<i>εργέτις</i>)].
|mltxt=[[κακεργέτης]] και [[κακεργάτης]], ὁ, θηλ. [[κακεργέτις]] και [[κακεργάτις]] (Α)<br />(ως σκωπτικό όνομα του Πτολεμαίου Ζ' σε [[αντίθεση]] με τον Πτολεμαίο Β' τον Ευεργέτη) αυτός που εργάζεται το [[κακό]], [[κακοποιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακο</i>-<i>ερ</i>-<i>γός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>) - <span style="color: red;">+</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. <i>ευ</i>-<i>εργέτης</i> (<b>βλ.</b> και <i>κακο</i>-<i>εργέτις</i>)].
}}
}}

Revision as of 10:13, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκεργέτης Medium diacritics: κακεργέτης Low diacritics: κακεργέτης Capitals: ΚΑΚΕΡΓΕΤΗΣ
Transliteration A: kakergétēs Transliteration B: kakergetēs Transliteration C: kakergetis Beta Code: kakerge/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A evildoer, nickname of Ptolemy Euergetes II, Ath.4.184c:

German (Pape)

[Seite 1298] ὁ, der Bösethuende, Ath. IV, 184 c.

Greek (Liddell-Scott)

κακεργέτης: -ου, ὁ, κακὰ ἐργαζόμενος, σκωπτικὸν ὄνομα τοῦ Ϛ΄ Πτολεμαίου (τοῦ Φύσκωνος) ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εὐεργέτης, Ἀθήν. 184C· ὡσαύτως κακεργάτης, Νικήτ. Εὐγ. 4. 164· -θηλ. -γάτις ἢ -γέτις, ιδος, Θεμίστ. 33D, Διον. Ἀρεοπ. 441Α.

Greek Monolingual

κακεργέτης και κακεργάτης, ὁ, θηλ. κακεργέτις και κακεργάτις (Α)
(ως σκωπτικό όνομα του Πτολεμαίου Ζ' σε αντίθεση με τον Πτολεμαίο Β' τον Ευεργέτη) αυτός που εργάζεται το κακό, κακοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακο-ερ-γός (< κακ(ο) - + ἔργον), πρβλ. ευ-εργέτης (βλ. και κακο-εργέτις)].