κακηπελία: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακηπελία]] και επικ. τ. κακηπελίη, ἡ (Α)<br />η κακή [[κατάσταση]] υγείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακήπελος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πέλομαι]] «[[είμαι]], [[γίνομαι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>ηπελία</i>). Για το -<i>η</i>- του τ. <b>βλ.</b> [[κακηπελέων]].
|mltxt=[[κακηπελία]] και επικ. τ. κακηπελίη, ἡ (Α)<br />η κακή [[κατάσταση]] υγείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακήπελος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πέλομαι]] «[[είμαι]], [[γίνομαι]]» ([[πρβλ]]. <i>ευ</i>-<i>ηπελία</i>). Για το -<i>η</i>- του τ. <b>βλ.</b> [[κακηπελέων]].
}}
}}

Revision as of 10:17, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκηπελία Medium diacritics: κακηπελία Low diacritics: κακηπελία Capitals: ΚΑΚΗΠΕΛΙΑ
Transliteration A: kakēpelía Transliteration B: kakēpelia Transliteration C: kakipelia Beta Code: kakhpeli/a

English (LSJ)

Ep. κακηπελίη, ἡ, A evil plight, opp. εὐηπελία, Id.Th.319, Doroth. ap. Heph.Astr.3.36.

German (Pape)

[Seite 1298] ἡ, das Uebelbefinden, Nic. Th. 319, Ggstz εὐηπελία.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκηπελία: ἡ, κακὴ κατάστασις, ἀντίθετον τῷ εὐηπελία, Νικ. Θηρ. 319.

Greek Monolingual

κακηπελία και επικ. τ. κακηπελίη, ἡ (Α)
η κακή κατάσταση υγείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακήπελος < κακ(ο)- + πέλομαι «είμαι, γίνομαι» (πρβλ. ευ-ηπελία). Για το -η- του τ. βλ. κακηπελέων.