Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καματερός: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
m (Text replacement - ">" to ">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[καματερός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάματο, [[καματάρικος]], ο [[κατάλληλος]] για κοπιαστική δουλειά («άλογα καματερά»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η καματερή</i><br />εργάσιμη [[μέρα]], καθημερινή<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το καματερό</i><br />α) [[βόδι]] κατάλληλο για όργωμα<br />β) οι μεταξοσκώληκες<br />γ) το [[πεύκο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φιλόπονος]], [[προκομμένος]], [[εργατικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo καματερόν</i><br />γη καλλιεργήσιμη με [[άροτρο]], [[χωράφι]]<br /><b>2.</b> (για φορτηγά πλοία) [[κατάλληλος]] για [[φόρτωμα]] («καράβια καματερά», Κ. Πορφυρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καματηρός]], με [[τροπή]] του -<i>η</i>- σε -<i>ε</i>- λόγω της φωνητικής επιδράσεως του -<i>ρ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[σίδηρος]] > [[σίδερο]])].
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[καματερός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάματο, [[καματάρικος]], ο [[κατάλληλος]] για κοπιαστική δουλειά («άλογα καματερά»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η καματερή</i><br />εργάσιμη [[μέρα]], καθημερινή<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το καματερό</i><br />α) [[βόδι]] κατάλληλο για όργωμα<br />β) οι μεταξοσκώληκες<br />γ) το [[πεύκο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φιλόπονος]], [[προκομμένος]], [[εργατικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo καματερόν</i><br />γη καλλιεργήσιμη με [[άροτρο]], [[χωράφι]]<br /><b>2.</b> (για φορτηγά πλοία) [[κατάλληλος]] για [[φόρτωμα]] («καράβια καματερά», Κ. Πορφυρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καματηρός]], με [[τροπή]] του -<i>η</i>- σε -<i>ε</i>- λόγω της φωνητικής επιδράσεως του -<i>ρ</i>- ([[πρβλ]]. [[σίδηρος]] > [[σίδερο]])].
}}
}}

Latest revision as of 13:06, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ καματερός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάματο, καματάρικος, ο κατάλληλος για κοπιαστική δουλειά («άλογα καματερά»)
2. το θηλ. ως ουσ. η καματερή
εργάσιμη μέρα, καθημερινή
3. το ουδ. ως ουσ. το καματερό
α) βόδι κατάλληλο για όργωμα
β) οι μεταξοσκώληκες
γ) το πεύκο
νεοελλ.
φιλόπονος, προκομμένος, εργατικός
μσν.
1. το ουδ. ως ουσ. τo καματερόν
γη καλλιεργήσιμη με άροτρο, χωράφι
2. (για φορτηγά πλοία) κατάλληλος για φόρτωμα («καράβια καματερά», Κ. Πορφυρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καματηρός, με τροπή του -η- σε -ε- λόγω της φωνητικής επιδράσεως του -ρ- (πρβλ. σίδηρος > σίδερο)].