καλλίρρους: Difference between revisions
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
(1ab) |
|||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ουν (Α [[καλλίρρους]], -ουν και -οος, -οον, θηλ. και Καλλιρρόη, ποιητ. τ. [[καλλίρροος]], -οον)<br />αυτός που έχει καλή ροή, που έχει άφθονα νερά («ποταμοῑο [[κατά]] [[στόμα]] καλλιρόοιο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Καλλιρρόη</i><br />α) μία από τις Ωκεανίδες («μιχθεὶς Καλλιρόη [[κούρη]]... Ὠκεανοῑο», <b>Ησίοδ.</b>)<br />β) περίφημη [[κρήνη]] στην Αθήνα, αλλ. Εννεάκρουνος («τῆ κρήνῆ τῆ νῡν... Ἐννεακρούνῳ καλουμένῃ, τὸ δὲ [[πάλαι]] Καλλιρόη ὠνομασμένῃ», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥοῦς]] <span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>), | |mltxt=-ουν (Α [[καλλίρρους]], -ουν και -οος, -οον, θηλ. και Καλλιρρόη, ποιητ. τ. [[καλλίρροος]], -οον)<br />αυτός που έχει καλή ροή, που έχει άφθονα νερά («ποταμοῑο [[κατά]] [[στόμα]] καλλιρόοιο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Καλλιρρόη</i><br />α) μία από τις Ωκεανίδες («μιχθεὶς Καλλιρόη [[κούρη]]... Ὠκεανοῑο», <b>Ησίοδ.</b>)<br />β) περίφημη [[κρήνη]] στην Αθήνα, αλλ. Εννεάκρουνος («τῆ κρήνῆ τῆ νῡν... Ἐννεακρούνῳ καλουμένῃ, τὸ δὲ [[πάλαι]] Καλλιρόη ὠνομασμένῃ», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥοῦς]] <span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>), [[πρβλ]]. [[κακό]]-<i>ρρους</i>, <i>πλουσιό</i>-<i>ρρους</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=καλλίρ-ρους, ουν<br />[[beautiful]] [[flowing]], Hom., Aesch.:—metaph. of the [[flute]], Pind.— Fem. Καλλιρόη, one of the Oceanids, Hhymn., Hes.:— but [[Καλλιρρόη]], also, a [[spring]] at [[Athens]], [[later]] Ἐννεάκρουνος (but now [[again]] Καλλιρρόἠ, Thuc. | |mdlsjtxt=καλλίρ-ρους, ουν<br />[[beautiful]] [[flowing]], Hom., Aesch.:—metaph. of the [[flute]], Pind.— Fem. Καλλιρόη, one of the Oceanids, Hhymn., Hes.:— but [[Καλλιρρόη]], also, a [[spring]] at [[Athens]], [[later]] Ἐννεάκρουνος (but now [[again]] Καλλιρρόἠ, Thuc. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:10, 23 August 2021
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. καλλίρροος.
Greek Monolingual
-ουν (Α καλλίρρους, -ουν και -οος, -οον, θηλ. και Καλλιρρόη, ποιητ. τ. καλλίρροος, -οον)
αυτός που έχει καλή ροή, που έχει άφθονα νερά («ποταμοῑο κατά στόμα καλλιρόοιο», Ομ. Οδ.)
αρχ.
(το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Καλλιρρόη
α) μία από τις Ωκεανίδες («μιχθεὶς Καλλιρόη κούρη... Ὠκεανοῑο», Ησίοδ.)
β) περίφημη κρήνη στην Αθήνα, αλλ. Εννεάκρουνος («τῆ κρήνῆ τῆ νῡν... Ἐννεακρούνῳ καλουμένῃ, τὸ δὲ πάλαι Καλλιρόη ὠνομασμένῃ», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ρρους (< ῥοῦς < ῥέω), πρβλ. κακό-ρρους, πλουσιό-ρρους].
Middle Liddell
καλλίρ-ρους, ουν
beautiful flowing, Hom., Aesch.:—metaph. of the flute, Pind.— Fem. Καλλιρόη, one of the Oceanids, Hhymn., Hes.:— but Καλλιρρόη, also, a spring at Athens, later Ἐννεάκρουνος (but now again Καλλιρρόἠ, Thuc.