κατώφορος: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατώφορος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κατώφορον</i><br />[[κατηφορικός]] [[δρόμος]], [[κατηφοριά]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κλίνει [[προς]] τα [[κάτω]], αυτός που έχει κατηφορική [[κλίση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάτω]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), | |mltxt=[[κατώφορος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κατώφορον</i><br />[[κατηφορικός]] [[δρόμος]], [[κατηφοριά]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κλίνει [[προς]] τα [[κάτω]], αυτός που έχει κατηφορική [[κλίση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάτω]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. <i>αν</i>-<i>υπό</i>-<i>φορος</i>, [[παρά]]-<i>φορος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A having a downward tendency, Phlp.in Mete.30.19, Simp.in Ph.671.32.
German (Pape)
[Seite 1407] sich herunter, abwärts bewegend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατώφορος: -ον, φερόμενος πρὸς τὰ κάτω, Ἀλέξ. Ἀφρ. (;)
Greek Monolingual
κατώφορος, -ον (ΑΜ)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κατώφορον
κατηφορικός δρόμος, κατηφοριά
αρχ.
αυτός που κλίνει προς τα κάτω, αυτός που έχει κατηφορική κλίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αν-υπό-φορος, παρά-φορος].