κεραυνομάχης: Difference between revisions
From LSJ
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κεραυνομάχης]], -ου, δωρ. τ. κεραυνομάχας, ὁ (Α)<br />αυτός που μάχεται με κεραυνούς, αυτός που έχει ως όπλο του τον κεραυνό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχη]]), | |mltxt=[[κεραυνομάχης]], -ου, δωρ. τ. κεραυνομάχας, ὁ (Α)<br />αυτός που μάχεται με κεραυνούς, αυτός που έχει ως όπλο του τον κεραυνό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχη]]), [[πρβλ]]. <i>λεοντο</i>-<i>μάχης</i>, <i>οπλο</i>-<i>μάχης</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:25, 23 August 2021
English (LSJ)
[ᾰ], ου, Dor. -χᾱς, ὁ, A fighting with thunder, AP12.110 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 1423] ὁ, mit dem Blitz od. dem Donnerkeile kämpfend, Mel. 38 (XII, 110).
Greek (Liddell-Scott)
κεραυνομάχης: ὁ, ὁ διὰ τοῦ κεραυνοῦ μαχόμενος, Ἀνθ. Π. 12. 110.
Greek Monolingual
κεραυνομάχης, -ου, δωρ. τ. κεραυνομάχας, ὁ (Α)
αυτός που μάχεται με κεραυνούς, αυτός που έχει ως όπλο του τον κεραυνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -μάχης (< μάχη), πρβλ. λεοντο-μάχης, οπλο-μάχης].
Greek Monotonic
κεραυνομάχης: ὁ, αυτός που παλεύει με τον κεραυνό, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κεραυνομάχης: дор. κεραυνομάχας adj. сражающийся громами (Ἔρως Anth.).