κληματαριά: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[ονομασία]] που δίνεται σε [[κλήμα]] το οποίο καλλιεργείται με τέτοιο τρόπο ώστε το φύλλωμά του να σχηματίζει ένα σκιερό [[στρώμα]] [[πάνω]] από το [[έδαφος]] και να κλαδεύεται [[έτσι]] ώστε οι καρποφόροι κλάδοι να απέχουν αρκετά από το [[έδαφος]], [[αναδενδράδα]], [[κρεβατίνα]], [[περγουλιά]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[κατασκεύασμα]] από δοκούς [[πάνω]] στους οποίους απλώνονται τα κλαδιά αναρριχώμενης αμπέλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλήμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[αριά]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κλειδ</i>-[[αριά]], <i>συκωτ</i>-[[αριά]])].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[ονομασία]] που δίνεται σε [[κλήμα]] το οποίο καλλιεργείται με τέτοιο τρόπο ώστε το φύλλωμά του να σχηματίζει ένα σκιερό [[στρώμα]] [[πάνω]] από το [[έδαφος]] και να κλαδεύεται [[έτσι]] ώστε οι καρποφόροι κλάδοι να απέχουν αρκετά από το [[έδαφος]], [[αναδενδράδα]], [[κρεβατίνα]], [[περγουλιά]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[κατασκεύασμα]] από δοκούς [[πάνω]] στους οποίους απλώνονται τα κλαδιά αναρριχώμενης αμπέλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλήμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[αριά]] ([[πρβλ]]. <i>κλειδ</i>-[[αριά]], <i>συκωτ</i>-[[αριά]])].
}}
}}

Revision as of 13:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
1. ονομασία που δίνεται σε κλήμα το οποίο καλλιεργείται με τέτοιο τρόπο ώστε το φύλλωμά του να σχηματίζει ένα σκιερό στρώμα πάνω από το έδαφος και να κλαδεύεται έτσι ώστε οι καρποφόροι κλάδοι να απέχουν αρκετά από το έδαφος, αναδενδράδα, κρεβατίνα, περγουλιά
2. συνεκδ. το κατασκεύασμα από δοκούς πάνω στους οποίους απλώνονται τα κλαδιά αναρριχώμενης αμπέλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλήμα, -ατος + κατάλ. -αριά (πρβλ. κλειδ-αριά, συκωτ-αριά)].