κολποκοιλιακός: Difference between revisions

From LSJ

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>φρ.</b> α) «κολποκοιλιακό [[δεμάτιο]]»<br /><b>ανατ.</b> [[σχοινοειδής]] [[μάζα]] εξειδικευμένων μυοκαρδιακών ινών που αποτελεί [[τμήμα]] του ερεθισματαγωγού συστήματος της καρδιάς<br />β) «[[κολποκοιλιακός]] [[κόμβος]]»<br /><b>ανατ.</b> μικρή [[μάζα]] εξειδικευμένων μυοκαρδιακών κυττάρων που αποτελεί [[τμήμα]] του ερεθισματαγωγού συστήματος της καρδιάς<br />γ) «[[κολποκοιλιακός]] [[αποκλεισμός]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[έλλειψη]] συγχρονισμού στις συστολές τών [[επάνω]] και τών [[κάτω]] θαλάμων της καρδιάς — τών κόλπων και τών κοιλιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόλπος]] <span style="color: red;">+</span> [[κοιλιακός]]. Η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>atrioventriculaire</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γεώργιο Καραμήτσα].
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>φρ.</b> α) «κολποκοιλιακό [[δεμάτιο]]»<br /><b>ανατ.</b> [[σχοινοειδής]] [[μάζα]] εξειδικευμένων μυοκαρδιακών ινών που αποτελεί [[τμήμα]] του ερεθισματαγωγού συστήματος της καρδιάς<br />β) «[[κολποκοιλιακός]] [[κόμβος]]»<br /><b>ανατ.</b> μικρή [[μάζα]] εξειδικευμένων μυοκαρδιακών κυττάρων που αποτελεί [[τμήμα]] του ερεθισματαγωγού συστήματος της καρδιάς<br />γ) «[[κολποκοιλιακός]] [[αποκλεισμός]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[έλλειψη]] συγχρονισμού στις συστολές τών [[επάνω]] και τών [[κάτω]] θαλάμων της καρδιάς — τών κόλπων και τών κοιλιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόλπος]] <span style="color: red;">+</span> [[κοιλιακός]]. Η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>atrioventriculaire</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γεώργιο Καραμήτσα].
}}
}}

Latest revision as of 13:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό
φρ. α) «κολποκοιλιακό δεμάτιο»
ανατ. σχοινοειδής μάζα εξειδικευμένων μυοκαρδιακών ινών που αποτελεί τμήμα του ερεθισματαγωγού συστήματος της καρδιάς
β) «κολποκοιλιακός κόμβος»
ανατ. μικρή μάζα εξειδικευμένων μυοκαρδιακών κυττάρων που αποτελεί τμήμα του ερεθισματαγωγού συστήματος της καρδιάς
γ) «κολποκοιλιακός αποκλεισμός»
ιατρ. έλλειψη συγχρονισμού στις συστολές τών επάνω και τών κάτω θαλάμων της καρδιάς — τών κόλπων και τών κοιλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλπος + κοιλιακός. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. atrioventriculaire. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γεώργιο Καραμήτσα].