κοινοφυής: Difference between revisions

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοινοφυής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει [[κοινή]] [[αρχή]], [[κοινή]] [[καταγωγή]] με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύος]], <i>το</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αυτο</i>-<i>φυής</i>, <i>μεγαλο</i>-<i>φυής</i>].
|mltxt=[[κοινοφυής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει [[κοινή]] [[αρχή]], [[κοινή]] [[καταγωγή]] με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύος]], <i>το</i>), [[πρβλ]]. <i>αυτο</i>-<i>φυής</i>, <i>μεγαλο</i>-<i>φυής</i>].
}}
}}

Revision as of 13:45, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινοφῠής Medium diacritics: κοινοφυής Low diacritics: κοινοφυής Capitals: ΚΟΙΝΟΦΥΗΣ
Transliteration A: koinophyḗs Transliteration B: koinophyēs Transliteration C: koinofyis Beta Code: koinofuh/s

English (LSJ)

ές, A of common origin, πρόοδος Dam.Pr.52 bis.

Greek Monolingual

κοινοφυής, -ές (Α)
αυτός που έχει κοινή αρχή, κοινή καταγωγή με κάποιον ή με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -φυής (< φύος, το), πρβλ. αυτο-φυής, μεγαλο-φυής].