κοτήεις: Difference between revisions

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοτήεις]] και [[κοτόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />[[γεμάτος]] [[οργή]] και [[έχθρα]], οργισμένος, [[φθονερός]], [[εκδικητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κότος]] «[[οργή]], [[έχθρα]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήεις</i> / -<i>όεις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δενδρ</i>-<i>ήεις</i> / <i>κυκλ</i>-<i>όεις</i>)].
|mltxt=[[κοτήεις]] και [[κοτόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />[[γεμάτος]] [[οργή]] και [[έχθρα]], οργισμένος, [[φθονερός]], [[εκδικητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κότος]] «[[οργή]], [[έχθρα]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήεις</i> / -<i>όεις</i> ([[πρβλ]]. <i>δενδρ</i>-<i>ήεις</i> / <i>κυκλ</i>-<i>όεις</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοτήεις Medium diacritics: κοτήεις Low diacritics: κοτήεις Capitals: ΚΟΤΗΕΙΣ
Transliteration A: kotḗeis Transliteration B: kotēeis Transliteration C: kotieis Beta Code: koth/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, A wrathful, jealous, θεός Il.5.191, cf. A.D.Adv.189.12.

Greek (Liddell-Scott)

κοτήεις: εσσα, εν, ὀργίλως διακείμενος, «θυμωμένος», θεὸς Ἰλ. Ε. 191. Μόνον Ἐπικ. ― Καθ’ Ἡσύχ. «κοτήεις στέφανος ἐξ ἐλαίας, ἢ ὀργίλως διακείμενος».

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
irrité ; vindicatif.
Étymologie: κότος.

English (Autenrieth)

wrathful, Il. 5.191†.

Greek Monolingual

κοτήεις και κοτόεις, -εσσα, -εν (Α)
γεμάτος οργή και έχθρα, οργισμένος, φθονερός, εκδικητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κότος «οργή, έχθρα» + επίθημα -ήεις / -όεις (πρβλ. δενδρ-ήεις / κυκλ-όεις)].

Greek Monotonic

κοτήεις: -εσσα, -εν, οργισμένος, φθονερός, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κοτήεις: ήεσσα, ῆεν разгневанный, раздраженный (θεός Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοτήεις -εσσα -εν [κότος] wrok koesterend.

Middle Liddell

κοτήεις, εσσα, εν
wrathful, jealous, Il.