κρόκεος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
m (Text replacement - "nisi leg." to "nisi leg.")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρόκεος]], -ον, και ποιητ. τ. [[κροκήϊος]], -ίη, -ον (Α)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρόκου, [[κίτρινος]] («ἐν κροκέῳ πέπλῳ», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρόκος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εος</i> / -<i>ήϊος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χάλκ</i>-<i>εος</i> / <i>χαλκ</i>-<i>ήϊος</i>, <i>κεράμ</i>-<i>εος</i> / <i>κεραμ</i>-<i>ήϊος</i>)].
|mltxt=[[κρόκεος]], -ον, και ποιητ. τ. [[κροκήϊος]], -ίη, -ον (Α)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρόκου, [[κίτρινος]] («ἐν κροκέῳ πέπλῳ», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρόκος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εος</i> / -<i>ήϊος</i> ([[πρβλ]]. <i>χάλκ</i>-<i>εος</i> / <i>χαλκ</i>-<i>ήϊος</i>, <i>κεράμ</i>-<i>εος</i> / <i>κεραμ</i>-<i>ήϊος</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:00, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρόκεος Medium diacritics: κρόκεος Low diacritics: κρόκεος Capitals: ΚΡΟΚΕΟΣ
Transliteration A: krókeos Transliteration B: krokeos Transliteration C: krokeos Beta Code: kro/keos

English (LSJ)

ον, (κρόκος) A saffron-coloured, Pi.P.4.232 (nisi leg. κροκόεν), E.Hec.468 (lyr.), Ion889 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

κρόκεος: -ον, (κρόκος) ἔχων τὸ χρῶμα κρόκου, Πινδ. Π. 4. 412, Εὐριπ. Ἑκάβ. 468, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a la couleur du safran.
Étymologie: κρόκος.

English (Slater)

κρόκεος
   1 saffron ἀπὸ κρόκεον ῥίψαις Ἰάσων εἶμα (v. l. κροκόεν) (P. 4.232)

Greek Monolingual

κρόκεος, -ον, και ποιητ. τ. κροκήϊος, -ίη, -ον (Α)
αυτός που έχει το χρώμα του κρόκου, κίτρινος («ἐν κροκέῳ πέπλῳ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + επίθημα -εος / -ήϊος (πρβλ. χάλκ-εος / χαλκ-ήϊος, κεράμ-εος / κεραμ-ήϊος)].

Greek Monotonic

κρόκεος: -ον (κρόκος), αυτός που έχει το χρώμα του κρόκου, σε Πίνδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κρόκεος: шафранового цвета, шафранный (εἷμα Pind.; πέπλος, πέταλα Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρόκεος -ον [κρόκος] saffraankleurig.

Middle Liddell

κρόκεος, ον κρόκος
saffron-coloured, Pind., Eur.