κρηναῖος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α κρηναῖος και κρηνιαῖος, -αία, -ον, θηλ. και [[κρηνιάς]])<br />αυτός που προέρχεται από [[κρήνη]] («τυγχάνει δὲ καὶ [[ἄλλο]] σφι [[ὕδωρ]] κρηναῖον ἐόν», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρήνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αγορ</i>-<i>αίος</i>, <i>μοιρ</i>-<i>αίος</i>). Ο τ. [[κρηνιάς]] <span style="color: red;"><</span> [[κρήνη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιάς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ορεστ</i>-<i>ιάς</i>, [[ποντ]]-<i>ιάς</i>)].
|mltxt=-α, -ο (Α κρηναῖος και κρηνιαῖος, -αία, -ον, θηλ. και [[κρηνιάς]])<br />αυτός που προέρχεται από [[κρήνη]] («τυγχάνει δὲ καὶ [[ἄλλο]] σφι [[ὕδωρ]] κρηναῖον ἐόν», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρήνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. <i>αγορ</i>-<i>αίος</i>, <i>μοιρ</i>-<i>αίος</i>). Ο τ. [[κρηνιάς]] <span style="color: red;"><</span> [[κρήνη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιάς</i> ([[πρβλ]]. <i>ορεστ</i>-<i>ιάς</i>, [[ποντ]]-<i>ιάς</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρηναῖος Medium diacritics: κρηναῖος Low diacritics: κρηναίος Capitals: ΚΡΗΝΑΙΟΣ
Transliteration A: krēnaîos Transliteration B: krēnaios Transliteration C: krinaios Beta Code: krhnai=os

English (LSJ)

α, ον, (κρήνη) A of, from a spring or fountain, Νύμφαι κρηναῖαι, = Κρηνιάδες, Od.17.240; κ. ὕδωρ spring water, Hdt.4.181; ποτόν S.Tr.14, Ph.21; νασμοί E.Hipp.225 (anap.); γάνος, i.e. the water of Dirce, A.Pers.483; λιβάδες AP9.549 (Antiphil.); K. πύλαι the gate of Dirce (v. Sch.), E.Ph. 1123.

Greek (Liddell-Scott)

κρηναῖος: -α, -ον, (κρήνη) ἐκ πηγῆς ἢ βρύσεως, Νύμφαι κρηναῖαι = Κρηνιάδες, Ὀδ. Ρ. 240· κρ. ὕδωρ, ὕδωρ πηγαῖον, ἐκ κρήνης, Ἡρόδ. 4. 181· κρ. ποτὸν Σοφ. Τρ. 14, Φιλ. 21· νασμοὶ Εὐρ. Ἱππ. 225· κρηναῖον γάνος, ὃ ἐ. τὸ ὕδωρ τῆς Δίρκης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 483· οὕτω Κρ. πύλαι, αἱ πύλαι τῆς Δίρκης (Σχόλ.), Εὐρ. Φοίν. 1123. II. ὡς οὐσιαστ. κρηναία, ἡ, Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., Ἀπολλ. Ρόδ. Αʹ, 1208, ἐκτὸς ἂν ἀντὶ τοῦ δίζετο κρηναίης, ἀναγνώσωμεν, δίζητο κρήνης.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de source, de fontaine.
Étymologie: κρήνη.

English (Autenrieth)

(κρήνη): of the fount, νύμφαι, fountain-nymphs, Od. 17.240†.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α κρηναῖος και κρηνιαῖος, -αία, -ον, θηλ. και κρηνιάς)
αυτός που προέρχεται από κρήνη («τυγχάνει δὲ καὶ ἄλλο σφι ὕδωρ κρηναῖον ἐόν», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. -αῖος (πρβλ. αγορ-αίος, μοιρ-αίος). Ο τ. κρηνιάς < κρήνη + επίθημα -ιάς (πρβλ. ορεστ-ιάς, ποντ-ιάς)].

Greek Monotonic

κρηναῖος: -α, -ον (κρήνη), προερχόμενος από κρήνη ή πηγή, Νύμφαι κρηναῖαι = Κρηνιάδες, σε Ομήρ. Οδ.· κρ. ὕδωρ, το αναβλύζον από πηγή νερό, σε Ηρόδ.· κρ. ποτόν, σε Σοφ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

κρηναῖος:
1) живущий в источнике (Νύμφαι Hom.);
2) ключевой (ὕδωρ Her.; νασμοί Eur.; ὕδατα Arst.; λιβάδες Anth.): κρηναῖον γάνος Aesch. утоление, даваемое источником.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρηναῖος -α -ον [κρήνη] behorend bij een bron, bron-:. κρουνοὶ... κρηναίου ποτοῦ stromen bronwater Soph. Tr. 14; Κρηναῖαι πύλαι Bronpoort (in Thebe) Eur. Phoen. 1123.

Middle Liddell

κρηναῖος, η, ον κρήνη
of, from a spring or fountain, Νύμφαι κρηναῖαι = Κρηνιάδες, Od.; κρ. ὕδωρ spring water, Hdt.; κρ. ποτόν Soph., etc.

English (Woodhouse)

of a fountain, of a spring

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)