κόφτης: Difference between revisions

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
m (Text replacement - ">" to ">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κόπτης]], ο θηλ. κόπτρια και κόφτρα<br /><b>1.</b> [[τεχνίτης]] [[ειδικός]] στο να κόβει υφάσματα ή δέρματα για [[κατασκευή]] ενδυμάτων ή [[υποδημάτων]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[εργαλείο]] με το οποίο κόβονται ή υφίστανται [[κατεργασία]] σκληρά αντικείμενα, αλλ. [[κοπέας]]<br /><b>3.</b> [[κόλακας]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ.</b> <i>η κόφτρα</i><br />έξυπνη και επιτήδεια [[γυναίκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]. Ο τ. [[κόφτης]] <span style="color: red;"><</span> [[κόπτης]] με [[τροπή]] του συμφωνικού συμπλέγματος -<i>πτ</i>- σε -<i>φτ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[πτύω]] > [[φτύνω]])].
|mltxt=και [[κόπτης]], ο θηλ. κόπτρια και κόφτρα<br /><b>1.</b> [[τεχνίτης]] [[ειδικός]] στο να κόβει υφάσματα ή δέρματα για [[κατασκευή]] ενδυμάτων ή [[υποδημάτων]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[εργαλείο]] με το οποίο κόβονται ή υφίστανται [[κατεργασία]] σκληρά αντικείμενα, αλλ. [[κοπέας]]<br /><b>3.</b> [[κόλακας]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ.</b> <i>η κόφτρα</i><br />έξυπνη και επιτήδεια [[γυναίκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]. Ο τ. [[κόφτης]] <span style="color: red;"><</span> [[κόπτης]] με [[τροπή]] του συμφωνικού συμπλέγματος -<i>πτ</i>- σε -<i>φτ</i>- ([[πρβλ]]. [[πτύω]] > [[φτύνω]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

και κόπτης, ο θηλ. κόπτρια και κόφτρα
1. τεχνίτης ειδικός στο να κόβει υφάσματα ή δέρματα για κατασκευή ενδυμάτων ή υποδημάτων
2. (το αρσ.) εργαλείο με το οποίο κόβονται ή υφίστανται κατεργασία σκληρά αντικείμενα, αλλ. κοπέας
3. κόλακας
4. το θηλ. η κόφτρα
έξυπνη και επιτήδεια γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπτω. Ο τ. κόφτης < κόπτης με τροπή του συμφωνικού συμπλέγματος -πτ- σε -φτ- (πρβλ. πτύω > φτύνω)].