λίμινθες: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λίμινθες]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἕλμινθες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρεφθαρμένη γρφ. του τ. <i>ἕλμινθες</i>, πιθ. με [[επίδραση]] της λ. [[λιμός]], για να δηλώσει τον σκώληκα τών εντέρων, την [[ταινία]]. Ο [[αρχικός]] τ. <i>ἕλμινθες</i> συνδέεται με ΙΕ τ. με την [[ίδια]] σημ., [[αλλά]] διαφορετική [[μορφή]]. Από τη μια με την ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>rmi</i>-, (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>kŕmi</i>-, λιθουαν. <i>kirmis</i>, αρχ. σλαβ. <i>črŭvi</i>) και από την [[άλλη]] με τη [[ρίζα]] <i>wrmi</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>vermis</i>, γοτθ. <i>waurms</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>wurm</i>). To τελευταίο θ. απαντά στο βοιωτικό ανθρωπωνύμιο <i>Fάρμιχος</i> και στη [[γλώσσα]] που παραδίδει ο Ησύχιος «[[ῥόμος]]<br />[[σκώληξ]] ἐν ξύλοις». Τέλος, ο τ. <i>ἕλμινθες</i> σχηματίστηκε πιθ. με [[επίδραση]] της ΙΕ ρίζας <i>welλίμινθες</i> «[[γυρίζω]], [[πιέζω]]» (<b>βλ.</b> [[είλω]], [[ευλή]]].
|mltxt=[[λίμινθες]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἕλμινθες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρεφθαρμένη γρφ. του τ. <i>ἕλμινθες</i>, πιθ. με [[επίδραση]] της λ. [[λιμός]], για να δηλώσει τον σκώληκα τών εντέρων, την [[ταινία]]. Ο [[αρχικός]] τ. <i>ἕλμινθες</i> συνδέεται με ΙΕ τ. με την [[ίδια]] σημ., [[αλλά]] διαφορετική [[μορφή]]. Από τη μια με την ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>rmi</i>-, ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>kŕmi</i>-, λιθουαν. <i>kirmis</i>, αρχ. σλαβ. <i>črŭvi</i>) και από την [[άλλη]] με τη [[ρίζα]] <i>wrmi</i>- ([[πρβλ]]. λατ. <i>vermis</i>, γοτθ. <i>waurms</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>wurm</i>). To τελευταίο θ. απαντά στο βοιωτικό ανθρωπωνύμιο <i>Fάρμιχος</i> και στη [[γλώσσα]] που παραδίδει ο Ησύχιος «[[ῥόμος]]<br />[[σκώληξ]] ἐν ξύλοις». Τέλος, ο τ. <i>ἕλμινθες</i> σχηματίστηκε πιθ. με [[επίδραση]] της ΙΕ ρίζας <i>welλίμινθες</i> «[[γυρίζω]], [[πιέζω]]» (<b>βλ.</b> [[είλω]], [[ευλή]]].
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 14:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίμινθες Medium diacritics: λίμινθες Low diacritics: λίμινθες Capitals: ΛΙΜΙΝΘΕΣ
Transliteration A: líminthes Transliteration B: liminthes Transliteration C: liminthes Beta Code: li/minqes

English (LSJ)

ἕλμινθες, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

λίμινθες: «ἕλμινθες. Πάφιοι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λίμινθες (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἕλμινθες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεφθαρμένη γρφ. του τ. ἕλμινθες, πιθ. με επίδραση της λ. λιμός, για να δηλώσει τον σκώληκα τών εντέρων, την ταινία. Ο αρχικός τ. ἕλμινθες συνδέεται με ΙΕ τ. με την ίδια σημ., αλλά διαφορετική μορφή. Από τη μια με την ΙΕ ρίζα kwrmi-, (πρβλ. αρχ. ινδ. kŕmi-, λιθουαν. kirmis, αρχ. σλαβ. črŭvi) και από την άλλη με τη ρίζα wrmi- (πρβλ. λατ. vermis, γοτθ. waurms, αρχ. άνω γερμ. wurm). To τελευταίο θ. απαντά στο βοιωτικό ανθρωπωνύμιο Fάρμιχος και στη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος «ῥόμος
σκώληξ ἐν ξύλοις». Τέλος, ο τ. ἕλμινθες σχηματίστηκε πιθ. με επίδραση της ΙΕ ρίζας welλίμινθες «γυρίζω, πιέζω» (βλ. είλω, ευλή].

Frisk Etymological English

Grammatical information: ?
Meaning: ἕλμινθες. Πάφιοι H. = intestinal worm
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Variant of ἕλμινθες, s.v. Influence of λιμός hunger seems improbable. S. Georgacas Ἀφιέρωμα Τριανταφυλλιδη (Athens 1960) 475ff. - Not with Grošelj Živa Ant. 4, 173 to λείμαξ.

Frisk Etymology German

λίμινθες: {líminthes}
Meaning: ἕλμινθες. Πάφιοι H.
Etymology : Umbildung von ἕλμινθες, wahrscheinlich nach λιμός Hunger; über die engen Beziehungen der Wörter für Eingeweidewurm und für Hunger s. Georgacas Ἀφιέρωμα Τριανταφυλλίδη (Athens 1960) 475ff. — Nicht mit Grošelj Živa Ant. 4, 173 zu λείμαξ u. Verw.
Page 2,124