κυνώπης: Difference between revisions
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυνώπης]], ὁ θηλ. κυνῶπις, -ιδος (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σκυλήσια μάτια<br /><b>2.</b> [[αναιδής]], αναίσχυντος («τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ σοί τε, κυνῶπα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ.</b> ἡ [[κυνώπις]]<br />ως [[προσωνυμία]] πολλών θεαινών («κυνώπιδος [[εἵνεκα]] [[κούρης]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπης</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ωψ</i>, -<i>ωπος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «όψη, [[μάτι]], [[πρόσωπο]]»), | |mltxt=[[κυνώπης]], ὁ θηλ. κυνῶπις, -ιδος (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σκυλήσια μάτια<br /><b>2.</b> [[αναιδής]], αναίσχυντος («τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ σοί τε, κυνῶπα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ.</b> ἡ [[κυνώπις]]<br />ως [[προσωνυμία]] πολλών θεαινών («κυνώπιδος [[εἵνεκα]] [[κούρης]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπης</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ωψ</i>, -<i>ωπος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «όψη, [[μάτι]], [[πρόσωπο]]»), [[πρβλ]]. <i>γλαυκ</i>-<i>ώπης</i>, <i>κυαν</i>-<i>ώπης</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:19, 23 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, (ὤψ) A dog-eyed, i.e. shameless one, Il.1.159:—fem. κῠν-ῶπις, ιδος, ἡ, ἐμεῖο κυνώπιδος εἵνεκ', says Helen, Od.4.145, cf. Il.3.180; κ. εἵνεκα κούρης, of Aphrodite, Od.8.319; of Hera, Il.18.396; of the Erinyes, E.Or.260, El.1252; παλλακὴ κ. Cratin.241.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνώπης: -ου, ὁ, (ὤψ) ὁ ἔχων ὀφθαλμοὺς κυνός, δηλ. ἀναιδής, Ἰλ. Α. 159· ὡς τὸ κυνὸς ὄμματ’ ἔχων αὐτόθι 225· ― οὕτω θηλ. κῠνῶπις, ιδος, ἡ, εἵνεκ’ ἐμεῖο κυνώπιδος, λέγει ἡ Ἑλένη περὶ ἑαυτῆς, Ἰλ. Γ. 180, Ὀδ. Δ. 145· κυν. εἵνεκα κούρης, ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Θ. 319· ὡσαύτως ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, κτλ., Εὐρ. Ὀρ. 260, Ἠλ. 1252.
French (Bailly abrégé)
voc. κυνῶπα;
adj. m.
aux regards de chien, càd impudent.
Étymologie: κύων, ὤψ.
English (Autenrieth)
voc. κυνῶπα, and κυνῶπις, ιδος: literally dog-faced, i. e. impudent, shameless.
Spanish
Greek Monolingual
κυνώπης, ὁ θηλ. κυνῶπις, -ιδος (Α)
1. αυτός που έχει σκυλήσια μάτια
2. αναιδής, αναίσχυντος («τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ σοί τε, κυνῶπα», Ομ. Ιλ.)
3. το θηλ. ἡ κυνώπις
ως προσωνυμία πολλών θεαινών («κυνώπιδος εἵνεκα κούρης», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -ωπης (< -ωψ, -ωπος < ὤψ, ὠπός «όψη, μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. γλαυκ-ώπης, κυαν-ώπης].
Greek Monotonic
κῠνώπης: -ου, ὁ (ὤψ), αυτός που έχει μάτια σκύλου, δηλ. ξεδιάντροπος, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως θηλ. κῠνῶπις, -ιδος, ἡ, σε Όμηρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνώπης -ου [κύων, ὤψ] vocat. -ῶπα, als adj. met hondenogen, schaamteloos, brutaal.
Russian (Dvoretsky)
κῠνώπης: adj. m (voc. κυνῶπα) бесстыдный как пес Hom.
Middle Liddell
κῠν-ώπης, ου, ὁ, [ὤψ]
the dog-eyed, i. e. shameless one, Il.:—so fem.κῠνῶπις, ιδος, Hom.