λάρνακα: Difference between revisions

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[λάρναξ]], -ακος, ἡ και ὁ)<br /><b>1.</b> [[κιβώτιο]] για [[εναπόθεση]] τών οστών ή της τέφρας νεκρού, [[φέρετρο]]<br /><b>2.</b> [[θήκη]] άγιων λειψάνων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[νάρθηκας]] που χρησιμοποιείται στις παθήσεις της σπονδυλικής στήλης<br />(μσν. -αρχ.) [[κουτί]] για [[φύλαξη]] διαφόρων πραγμάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[κιβωτός]], όπως η [[κιβωτός]] του Δευκαλίωνος<br /><b>2.</b> [[σκάφη]] για [[πότισμα]], [[ποτίστρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. παρουσιάζει [[επίθημα]] ίδιο με τους τ. [[κάμαξ]], [[πίναξ]], [[κλῖμαξ]]. Πιθ. να έχει προέλθει <span style="color: red;"><</span> [[νάρναξ]], [[γλώσσα]] που απαντά στον Ησύχιο και σημαίνει «[[κιβωτός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> και <i>Ναρνάκιος</i>, επίθ. του Ποσειδώνος) με ανομοιωτική [[τροπή]] του αρκτικού <i>ν</i>- σε <i>λ</i>-. Η [[αναγωγή]] του τ. σε ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>ner</i>- και η σύνδεσή του με λιθουαν. <i>nerti</i> «[[διαπερνώ]]» δεν φαίνεται βάσιμη. Τέλος, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. πιθ. να [[είναι]] δάνεια].
|mltxt=η (AM [[λάρναξ]], -ακος, ἡ και ὁ)<br /><b>1.</b> [[κιβώτιο]] για [[εναπόθεση]] τών οστών ή της τέφρας νεκρού, [[φέρετρο]]<br /><b>2.</b> [[θήκη]] άγιων λειψάνων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[νάρθηκας]] που χρησιμοποιείται στις παθήσεις της σπονδυλικής στήλης<br />(μσν. -αρχ.) [[κουτί]] για [[φύλαξη]] διαφόρων πραγμάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[κιβωτός]], όπως η [[κιβωτός]] του Δευκαλίωνος<br /><b>2.</b> [[σκάφη]] για [[πότισμα]], [[ποτίστρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. παρουσιάζει [[επίθημα]] ίδιο με τους τ. [[κάμαξ]], [[πίναξ]], [[κλῖμαξ]]. Πιθ. να έχει προέλθει <span style="color: red;"><</span> [[νάρναξ]], [[γλώσσα]] που απαντά στον Ησύχιο και σημαίνει «[[κιβωτός]]» ([[πρβλ]]. και <i>Ναρνάκιος</i>, επίθ. του Ποσειδώνος) με ανομοιωτική [[τροπή]] του αρκτικού <i>ν</i>- σε <i>λ</i>-. Η [[αναγωγή]] του τ. σε ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>ner</i>- και η σύνδεσή του με λιθουαν. <i>nerti</i> «[[διαπερνώ]]» δεν φαίνεται βάσιμη. Τέλος, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. πιθ. να [[είναι]] δάνεια].
}}
}}

Latest revision as of 14:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

η (AM λάρναξ, -ακος, ἡ και ὁ)
1. κιβώτιο για εναπόθεση τών οστών ή της τέφρας νεκρού, φέρετρο
2. θήκη άγιων λειψάνων
νεοελλ.
ιατρ. νάρθηκας που χρησιμοποιείται στις παθήσεις της σπονδυλικής στήλης
(μσν. -αρχ.) κουτί για φύλαξη διαφόρων πραγμάτων
αρχ.
1. μεγάλη κιβωτός, όπως η κιβωτός του Δευκαλίωνος
2. σκάφη για πότισμα, ποτίστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παρουσιάζει επίθημα ίδιο με τους τ. κάμαξ, πίναξ, κλῖμαξ. Πιθ. να έχει προέλθει < νάρναξ, γλώσσα που απαντά στον Ησύχιο και σημαίνει «κιβωτός» (πρβλ. και Ναρνάκιος, επίθ. του Ποσειδώνος) με ανομοιωτική τροπή του αρκτικού ν- σε λ-. Η αναγωγή του τ. σε ΙΕ ρίζα (s)ner- και η σύνδεσή του με λιθουαν. nerti «διαπερνώ» δεν φαίνεται βάσιμη. Τέλος, κατ' άλλη άποψη, η λ. πιθ. να είναι δάνεια].